Οι τοιχοποιίες ήταν φέρουσες με πάχος 50-60 εκατοστών και πολύ ανθεκτικές στον χρόνο λόγω της εξαιρετικά επιμελημένης δόμησής τους.
Για την δόμηση των τοιχοποιίων χρησιμοποιούνταν λίθοι που εξάγονταν από τα λατομεία της περιοχής και ενισχύονταν από τοπική ξυλεία- κυρίως ξύλο Καστανιάς.
Οι λίθοι ήταν πάντα κατάλληλα πελεκημένοι με την μεγαλύτερη σημασία να δίνεται στους γωνιόλιθους ή αγκωνάρια, κατά συνέπεια δεν παρατηρούνται αργολιθοδομές.
Κατά πλειοψηφία τα εσωτέρικα των κτιρίων επιχρίωνταν με διάφορους αργιλικούς σοβάδες επιτρέποντας στους μάστορες να δώσουν περισσότερη σημάσια στην λόξευση της εμφανούς πέτρας, δηλαδή εκείνης που βρίσκονταν στην εξωτερική όψη του κτιρίου.
Οι πέτρες συνδέονταν μεταξύ τους με 'κουρασάνι' οργανικό κονίαμα από χώμα της περιοχής. Οι τοιχοποιίες αρμολογούνταν εξωτερικά τόσο για λόγους αισθητικούς όσο και συντήρησης (αρμολόγι). Συναντώνται περιπτώσεις κατά τις οποίες, οι εξωτερικοί αρμοί χάθηκαν στο βάθος του χρόνου δίνοντας όψη ξηρολιθιάς στην τοιχοποιία.
Το δέσιμο των τοίχων γινόταν από λεπτά πελεκημένα δοκάρια (συνήθως Καστανιάς) σε περασιά με αυτούς. Σχηματίζοντας έτσι, ξύλινες ζώνες στην περίμετρο του κτιρίου, τις λεγόμενες ξυλοδεσιές ή ζνάρια (ζωνάρια). Τα δοκάρια αυτά ματίζονταν ανά διαστήματα με λοξοτόμηση (συνήθως) και καρφώνονταν με γυφτόκαρφα.
Οι ξυλοδεσίες εμφανίζονται στο ύψος του κτιρίου ανά περίπου 1-1.5 μέτρο και ενισχύονται με εγκάρσιες κλάπες της ίδιας διατομής. Οι κλάπες είναι τα διαμήκη δοκάρια της ξυλοδεσιάς και εξείχαν από τον τοίχο με σκοπό να χρησιμοποιηθούν για τις σκαλωσιές, έπειτα κόβονταν σύριζα. Σε περιπτώσεις που ο τοίχος είναι αυξημένου πάχους συναντάνται τριπλή ξυλοδεσία.
Βιβλιογραφία: Σωτήριος Κάσσος, "Ζουπανιώτες - Κουδαραίοι", 2015