Καρύταινα (Τμήμα Β)

αξονομετρική τομή κτηρίου 16

 

  Το τυπικό σπίτι κάθε γορτυνιακού οικισμού άρα και της Καρύταινας είναι το ανωγοκάτωγο , πέτρινο μακρόστενο, με αναλογίες διαστάσεων περίπου 1 προς 2. Συνήθως η χωροθέτησή του γίνεται κάθετα στις υψομετρικές καμπύλες με αποτέλεσμα ένα τμήμα του βράχου να εισχωρεί στον κατώτερο όγκο του κτηρίου και να λειτουργεί σαν βάση για την καθ'υψος δόμηση των περιμετρικών εξωτερικών τοίχων. Αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι σε ένα βραχώδες έδαφος, ο αμεσότερος και ασφαλέστερος τρόπος θεμελίωσης ενός κτηρίου είναι απ'ευθείας πάνω σ'αυτό. Σαν αποτέλεσμα, στα περισσότερα από τα κτήρια που μελετήθηκαν στην Καρύταινα, η στήριξη των τριών εξωτερικών τοίχων γίνεται απ'ευθείας στο έδαφος με μικρή εκσκαφή, ενώ ο τέταρτος τοίχος εδράζεται πάνω στον φυσικό βράχο.
 
  Οι οικοδομικές τεχνικές είναι βασισμένες στην λιθοδομία και στην ξυλουργική που συνεπάγεται ότι τα βασικά υλικά κατασκευής είναι η πέτρα και το ξύλο, υλικά παρεχόμενα από το φυσικό περιβάλλον. Την  πέτρα την εξασφάλιζαν από τα γειτονικά εδάφη, φροντίζοντας να την εξωρυγνύουν κατευθείαν μέσα από την γη, διότι ήταν πιο ανθεκτική από την εκτεθειμένη στον ήλιο.
 
  Οι τοιχοποιίες είναι λίθινες, κατά κανόνα ανεπίχριστες (αν και εντοπίσαμε παραδείγματα με εξωτερική επίχριση και επιχρωματισμό λουλακί ή πορφυρού χρώματος) και φέρουν συχνά ξύλινες ενισχύσεις υπό την μορφή της ξυλοδεσιάς.Για την κατασκευή τους χρησιμοποιούταν ντόπια αρκαδική πέτρα ασπριδερού (προβατίνα, βολάρι) ή υποκίτρινου χρώματος. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στις γωνίες της οικοδομής όπου τοποθετούνταν προσεκτικά λαξευμένες πέτρες, περίπου ορθογωνικών εδρών και αλληλοσυμπλέκονταν ώστε να εξασφαλίζεται το κιβωτιόσχημο της κατασκευής. Ως συνδετικά κονιάματα χρησιμοποιούνταν συνήθως  μίγματα ασβέστη, άμμου και τριμμάτων κεραμμυδιού.
 
  Εκτός από τις ξύλινες ενισχύσεις χρησιμοποιούνται και μεταλλικά εξαρτήματα, τα τζινέτια για το αγκύρωμα της κάσας πάνω στο θύρωμα και οι μεταλλικοί ελκυστήρες στις γωνίες της λιθοδομής αγκυρώνοντας με αυτό τον τρόπο τα ξύλινα πατώματα.
 
  Στα περισσότερα παραδείγματα, τμήμα του κατωγιού καλυπτόταν από θόλο που συμπεριφέρεται με μία εκφορική λογική, κατασκευασμένο από μικρές σφηνοειδείς πέτρες και κατασκευαζόταν με καλούπι το οποίο απέσυραν από την κατασκευή όταν αυτές είχαν επικαθίσει και σφηνωθεί μεταξύ τους. Ο θόλος, καθώς και το τμήμα που περίσσευε από αυτόν καλυπτόταν από ξύλινο φέροντα οργανισμό που σχημάτιζε το πατάρι/πάτωμα του ορόφου, η κατασκευή του οποίου έχει επεξηγηθεί αναλυτικά σε προηγούμενο κεφάλαιο. 
 
  Ο διαχωρισμός των χώρων εσωτερικά πραγματοποιούταν με ελαφρές κατασκευές και βασικό υλικό το ξύλο. Χρησιμοποιούνταν τεχνικές όπως αυτές του μπαγδατί που έφεραν και επίχριση, αλλά και απλούστερες, με αλληλουχία κατακόρυφων καδρονιών που σταθεροποιούνταν μεταξύ τους με αντίστοιχα στην οριζόντια διεύθυνση και στηρίζονταν στους εξωτερικούς τοίχους με την βοήθεια μεταλλικών ελασμάτων.