Η ανάπτυξη της έκφρασης ενός δομημένου περιβάλλοντος μπορεί να αναλυθεί σαν ένα σύνολο διάφορων συνιστωσών. Το παραγωγικό σύστημα το οποίο κυριαρχεί, οι κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες, η ιστορική πορεία, η επιρροή των διάφορων πλυθυσμών, το ιδιοκτησιακό καθεστώς, η μορφή του φυσικού περιβάλλοντος είναι όλοι παράγοντες που συμμετέχουν στην ανάπτυξη ενός οικισμού.
Με αυτήν την λογική μπορούμε να προσπαθήσουμε να αναλύσουμε την σημερινή μορφή της Καρύταινας με βάση τις χρονικές φάσεις ανάπτυξής της, τα σημαντικά κέντρα της, το οδικό της δίκτυο, τις οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων, τον χαρακτήρα του εδάφους, την επικοινωνία με άλλους οικισμούς, τους τόπους βοσκής και καλλιέργιας. Αν κοιτάξουμε τον χάρτη της ανάπτυξης του οικισμού, παρατηρούμε ότι αποτελεί παράδειγμα <<φυσικής ανάπτυξης>>, που σημαίνει ότι δεν χτίστηκε με βάση σχεδίου αλλά από μόνη της, δηλαδή από τις απαιτήσεις των εκάστοτε κατοίκων της από το κτισμένο περιβάλλον τους. Διακρίνεται η αποδοτική και λειτουργική διάρθρωση του οικισμού με ακτινωτές επεκτάσεις του γύρω από τον πρώτο οικιστικό πυρήνα, παράλληλα με το οδικό δίκτυο και με περιοδικές οικιστικές πυκνώσεις. Το οδικό δίκτυο δημιουργείται για να εξυπηρετειν τις προσπελάσεις σε μικρότερο δυνατό χρόνο από τους χώρους κατοικίας στις υπόλοιπες περιοχές του οικισμού, αλλά κυρίως προς τους ανοιχτούς χώρους βοσκής, βόρεια του οικισμού, και τις καλλιέργιες προς τον Λούσιο ποταμό, νοτιοδυτικά του οικισμού. Σημαντικό ρόλο παίζει και ο κεντρικός δρόμος που οδηγεί στο Μεγαλοχώρι, σήμερα αρτηρία για την πρόσβαση με αυτοκίνητο.
Η πρωταρχική φάση ανάπτυξης του οικισμού γίνεται γύρω από το μεσαιωνικό κάστρο αποδεικνύοντας και τον φρουριακό χαρακτήρα του. Ταυτόχρονα εμφανίζεται και η περιοχή Α η οποία εμφανώς αποκτά μεγάλη σημασία για τον οικισμό. Συγκεντρώνονται εκεί όλες οι εμπορικές χρήσεις των κατοίκων και κάποια τοπόσημα, όπως το σχολείο, εκκλησίες, κτίρια διοίκησης. Σε αυτήν την περιοχή παρουσιάζονται μεγάλες πυκνώσεις κτισμάτων και τα πιο εξελιγμένα τεχνολογικά κτίρια. Μαντεύουμε ότι καθ’ όλη την διάρκεια ζωής του οικισμού η περιοχή αυτή ήταν καθοριστική για την εξέλιξη του υπόλοιπου κτισμένου περιβάλλοντος, καθώς ήταν, και είναι ακόμα, κέντρο βάρους για την κοινωνική ζωή των κατοίκων, την προσέλευση εμπορικών χρήσεων και επισκεπτών από τις γειτονικές περιοχές.Η κεντρική πλατεία του χωριού συναντάται εκεί καθώς και ο κεντρικός δρόμος.
Με την έλευση πληθυσμών κατά την διάρκεια της Φραγκοκρατείας αλλά και της Οθωμανικής εποχής ο οικισμός επεκτείνεται για να καλύψει τις πρόσθετες ανάγκες κατοικίας και παραγωγικών δραστηριοτήτων. Οι μετέπειτα γειτονιές, Β και Γ, χτίζονται κατά μήκος του δικτύου δρόμων που ενώνουν με τις περιοχές καλλιέργειας και βοσκής, δημιουργώντας οικιστές πυκνότητες σε ακτινωτή διάρθρωση με πυρήνα την πρώτη περιοχή Α. Ταυτόχρονα χαράσσονται και μικρότεροι επιμέρους δρόμοι για την εξυπηρέτηση των προσβάσεων σε κάθε κατοικία. Το σύστημα αυτό τον δρόμων την ίδια στιγμή ακολουθούν και τις φυσικές κλίσεις των εδαφών και συνδέονται με την κεντρική οδική αρτηρία. Οι περιοχές αυτές είναι ξεκάθαρα πιο αραιές σε διάταξη, με αποκλειστική χρήση την κατοικία και έντονη την ύπαρξη του πρασίνου. Η τελευταία διαμορφώνεται με τα κοινωνικοπολιτικά κριτήρια της αγροτικής ζωής των κατοίκων.
Στις αυτές περιοχές, Β και Γ, αναπτύσσονται την ίδια στιγμή μικρότερες πολεοδομικές αποδέιξεις κοινωνικής έκφρασης. Έτσι εμφανίζονται, μικρότερης σημαντικότητας, πλατώματα και τοποσήμα τα οποία εξυπηρετούν τις ανάγκες συνάντησης και κοινωνικής διαμόρφωσης των κατοίκων.