Αγιος Γεώργιος Νηλείας

Σαχνισί

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον όσων αφορά την κατασκευή του πατώματος παρατηρείται στο τελευταίο πάτωμα, στα μέρη εκείνα που προβάλλουν από τις οικοδομικές γραμμές με την μορφή κλειστού εξώστη. Στις περιοχές αυτές οι περαστές, που γεφυρώνουν τα ανοίγματα ανάμεσα στους τοίχους, βγαίνουν έξω με τη μορφή προβόλου. Στο Πήλιο εφαρμόστηκαν τρία συστήματα κατασκευής των ξύλινων προβόλων : με εκφορά επάλληλων ξύλινων φουρουσιών με αντιστήριξη με αντηρίδες και με συνδυασμό των δύο προηγούμενων.  Από τα πρώτα χρόνια του 19ου αι. η χρήση των αντηρίδων ατονεί στο Πήλιο και επικρατεί πλέον το σύστημα της εκφοράς των επάλληλων δοκών. Οι πρόβολοι μικραίνουν, συγκριτικά με παλαιότερα όπου στηρίζονταν και από αντηρίδες, με μέγιστο άνοιγμα σπάνια μεγαλύτερο από 60εκ. και το χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί το νεότερο αυτό σύστημα από το παλιό είναι η προβολή της κάθε βαθμίδας είναι σταθερή μικρή και λοξότμητη, με απλά πελεκήματα και εγκοπές στην απόληξη των δοκών, ώστε η οριογραμμή του συνόλου να είναι σχεδόν συνεχής, με αρκετά μεγαλύτερη κλίση από παλιά. Το σαχνισί το οποίο συναντήσαμε και μελετήσαμε περιλαμβάνεται σε αυτή την  κατηγορίας και συγκεκριμένα είναι γωνιακό με εκφορά τριών φουρουσιών. Έχει μεγάλα ανοίγματα, η ανώτατη βαθμίδα προκύπτει από πραγματικό δοκάρι πατώματος, ενώ οι κατώτερες είναι συνήθως κοντά προσκέφαλα, που ελάχιστα εισέχουν στο εσωτερικό του κτιρίου. Στη γωνία του προβόλου γενικεύεται η χρήση διαγωνίου ξύλου στην ανώτατη βαθμίδα, κατάλληλα διαλεγμένου, στραβού, ώστε να χαμηλώνει στο εσωτερικό του κτιρίου και να δέχεται πάνω του σαν αντίβαρο τα δοκάρια του πατώματος. Οι βαθμίδες των φουρουσιών συνδέονται μεταξύ τους, στην άκρη τους, με ισχυρά καδρόνια, που εμποδίζουν την ολίσθηση των επάλληλων ξύλων. Το πλάτος της προβολής φτάνει το 1-1,30μ., ενώ πολλές φορές τοποθετούν συμπληρωματικές αντηρίδες στα δύο ακραία δοκάρια που φέρουν τους πλευρικούς τοίχους του σαχνισιού.  Όσων αφορά τον σκελετό στο σαχνισί, πρόκειται για ξύλινο σκελετό που αποτελείται από σύστημα οριζόντιων και κατακόρυφων μελών συνδεδεμένων σε ένα σύνολο που συνιστά την υποδομή των ελαφρών τοίχων, των λεγόμενων τσατμάδων, οι οποίοι αποτελούνταν είτε από πλεγμένα καλάμια ή άχυρα η ξύλα πολύ μικρής διατομής με χρήση λάσπης ως συνδετικό υλικό.