Ο Άγιος Γεώργιος Νηλείας είχε αρχικά το όνομα Μεγίστη ή Μεγάλη και άρχισε να συγκροτείται το 15ο αι. από κολίγους του μοναστηριού των Ταξιαρχών που βρισκόταν κοντά στο χωριό, από ξενομερίτες φυγάδες και νομάδες κτηνοτρόφους κυρίως από τη Δυτική Θεσσαλία και Ήπειρο.
Αρχικά ήταν φάρες οργανωμένες σε πατριές διασκορπισμένες στη δασική έκταση του Άι-Γιώργη, οι οποίες απέφευγαν επιμιξίες και επιγαμίες μεταξύ τους. Στις αρχές του 17ου αι υπήρξε ένα νέο κύμα μεταναστών και προσφύγων στην περιοχή από το παραθαλάσσιο Πήλιο, οι οποίοι επέλεξαν τις ορεινές δυσπρόσιτες περιοχές για λόγους ασφάλειας από επιδρομές πειρατών και βαρβαρικών φύλων. Αυτός ο αμυντικός χαρακτήρας της περιοχής προσέφερε και σχετική ανεξαρτησία από τους Τούρκους. Οι νέοι αυτοί κάτοικοι είχαν αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης και ήταν αυτοί που συνέδεσαν τις έως τότε πατριές σε ένα ενιαίο χωριό με κοινό οικοδομικό συγκρότημα, καλντερίμια και χώρους συνάθροισης.
Η παράδοση λέει ότι δύο βοσκοί βρήκαν μια εικόνα του Αγίου Γεωργίου στην περιοχή και έτσι το χωριό πήρε το όνομά του και χτίστηκε προς τιμήν του μία εκκλησία στη θέση που είναι και σήμερα ο καινούριος ναός.
Στις 7 Μαΐου1821 κηρύσσεται η Πηλιορείτικη Επανάσταση από τον μηλιώτη αρχιμανδρίτη και λόγιο Άθιμο Γαζή. Η αντίποινα των Τούρκων για αυτό τον ξεσηκωμό στον οποίο πρωτοστάτησαν οι κάτοικοι του Αγίου Γεωργίου ήρθε από το Μαχμούτ πασά Δράμαλη με δύο πυρκαγιές ( μία το 1821 και μία το 1823). Το χωριό πρόλαβε να εκκενωθεί, καταστράφηκε όμως ολοσχερώς από τη φωτιά. Αυτός είναι ο λόγος που στον Άι-Γιώργη δεν υπάρχουν παλιά αρχοντικά όπως στα υπόλοιπα χωριά του Πηλίου.
Από το 1830 και για 30 ακόμα χρόνια το χωριό διανύει μια περίοδο ύφεσης. Προσπαθεί να ξαναχτίσει και να επισκευάσει ό,τι κάηκε και να ξανακαλλιεργήσει την ταλαιπωρημένη γη. Η κατάργηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που υπήρχε ως τότε, οι πόλεμοι και η βαριά φορολογία έκαναν το έργο αυτό ακόμα πιο δύσκολο.
Το χωριό, όπως και όλη Μαγνησία, απελευθερώθηκε το 1881. Η ένταξη της περιοχής στην Ελλάδα είχε ως επακόλουθο την άνθιση του Βόλου, κάνοντας την αστικοποίηση αναμενόμενη και την ερήμωση του χωριού αναπόφευκτη.
Πολλοί ήταν αυτοί που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και κατέφυγαν στην Αίγυπτο. Επιστρέφοντας στο χωριό έφεραν μαζί τους μεγάλες περιουσίες και πρόσφεραν στο χωριό έργα κοινής ωφέλειας (εκκλησίες, σχολεία, κρήνες κα), αλλά και ένα νέο αρχιτεκτονικό τύπο, τον Αιγυπτιώτικο
Αρχές του 20ου αιώνα η κατοίκηση αρχίζει να γίνεται πυκνότερη. Το 1910 η Ράχη αναδεικνύεται ως ένα από τα ωραιότερα τοπία. Την ίδια χρονιά χτίζεται το Σχολαρχείο και προσφέρεται πλέον εκπαίδευση σε όλους τους κατοίκους. Ακόμη, το 1954 ο έως τότε πεζόδρομος που διέσχιζε το χωριό γίνεται αυτοκινητόδρομος.
Το 1955 το χωριό και όλη η γύρω περιοχή πλήττεται από μεγάλο σεισμό. Πολλά σπίτια καταρρέουν όπως και οι δύο εκκλησίες του χωριού. Το ελληνικό κράτος δίνει δάνεια στους σεισμόπληκτους κατοίκους και τους προσφέρει την επιλογή να χτίσουν νέα σπίτια είτε στον Άγιο Γεώργιο είτε στην Κάτω Γατζέα, η οποία και προτιμήθηκε. Η ερήμωση του χωριού εντάθηκε σε σημείο που το 1970 σταματάνε και τα δρομολόγια του τοπικού σιδηρόδρομου
Το 1983 χτίζεται ο νέος ναός του Αγίου Γεωργίου και το Κοινωτικό Γραφείο, ενώ το 1988 χτίζεται το Λαογραφικό Μουσείο και τέσσερα χρόνια μετά διαμορφώνεται μπροστά του και η πλατεία Ειρήνης και Ευτυχίας.
Το χωριό πλέον αρχίζει να αναβιώνει χωρίς ,όμως, να πληθαίνουν οι μόνιμοι κάτοικοι. Φιλοξενεί πολλές εξοχικές κατοικίες και αρκετά από τα αρχοντικά του έχουν διαμορφωθεί ως πολυτελείς ξενώνες. Σε διαδικασία αναστήλωσης είναι τώρα ο ναός του Αγίου Αθανασίου, ο οποίος αποτελεί ένα από τα ωραιότερα δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα.