Παλιά, κάθε νοικοκύρης δίπλα στο σπιτικό του έφτιαχνε και φούρνο. Ένας μέτριος είχε διάμετρο περίπου ογδόντα πόντους και χωρούσε άνετα εφτά μεγάλα καρβέλια ψωμί.
Το χτίσιμο του φούρνου είχε τη δική του τέχνη. Η βάση του ήταν συνήθως τετράγωνη και έφτανε μέχρι το ένα μέτρο, ένα και κάτι, για να μπορεί η νοικοκυρά να το δουλεύει άνετα χωρίς να σκύβει. Απέξω χτίζοταν γύρω γύρω με πέτρα αλλα μέσα ρίχνανε μπάζα για οικονομία. Μπροστά από την πόρτα του βάζανε την ποδιά, μια μεγάλη μελανόπετρα, για ν’ αντέχει τη ζέστη. Μέσα ο φούρνος ήταν θολωτός. Για να χαράξουνε τη βάση του κυκλική, μπήγανε ένα καρφί στο κέντρο, δένανε ένα σκοινί και φτιάχνανε έτσι έναν πρόχειρο διαβήτη. Ο θόλος χτιζόταν με τσιγκλιά, σπασμένα κομμάτια από παλιά πήλινα πιθάρια, παλιά κεραμίδια και τούβλα δουλεμένα με λάσπη από κοκκινόχωμα. Μπροστά αφήνανε ένα μεγάλο άνοιγμα, το στόμα του φούρνου και στο πλάι δεξιά μια μικρή τρύπα, το αυτί. Φούρνος χωρίς αυτί δεν γινότανε. Η νοικοκυρά το άφηνε ανοιχτό όταν τον έκαιγε για να τραβάει αέρα και να δυναμώνει η φωτιά, το βούλωνε όμως μόλις φούρνιζε για να διατηρείται η ζέστη όσην ώρα ψηνόταν το ψωμί της. Όταν φτάνανε στο πάνω μέρος του θόλου, στην καμάρα, για να σταθεί και να μην γκρεμιστεί βάζανε συνήθως ένα στεφάνι απο βαρέλι και φτιάχνανε ένα πρόχειρο καλούπι, στρεώνοντας ένα ταψί πάνω σε δύο όρθια ξύλα. Στο τέλος, για να δέσει καλά, να σφίξει η καμάρα, βάζανε στην κορφή ένα τουβλάκι.