Ο οικισμός των Λαγκαδίων είναι ένα εξαιρετικό δείγμα της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και τέχνης με τους Λαγκαδινούς μάστορες που έγιναν γνωστοί για την δεξιοτεχνία τους με την πέτρα. Το χωριό είναι κτισμένο σε μία κατάφυτη πλαγιά του Μαινάλου σε υψόμετρο 1000μ. και διέρχεται από τρία ρέματα στην καρδιά της Αρκαδίας. Στο παρελθόν έχει αποτελέσει κέντρο εμπορικής και οικονομικής δραστηριότητας της Πελοποννήσου με μεγάλο αριθμό κατοίκων αλλά πλέον αριθμεί ελάχιστους μόνιμους. Η μελέτη της αρχιτεκτονικής αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σχέση με τους παράγοντες του φυσικού περιβάλλοντος, της τοποθεσίας και της ιστορίας του οικισμού.
Τα Λαγκάδια χωρίζονται σε Ανω και Κάτω Μαχαλά από το κεντρικό οδικό δίκτυο που οδηγεί στην Τρίπολη και ο οικισμός έχει αναπτυχθεί οργανικά γύρω από αυτό. Τα δημόσια κτίρια και οι κοινόχρηστες λειτουργίες βρίσκονται πάνω στην κεντρική οδό, τα σπίτια διαμορφώνονται περιμετρικά και ανά διαστήματα συναντάμε παραδοσιακές λιθόκτιστες βρύσες. Λόγω της μορφολογίας του εδάφους, τα βασικά υλικά που χρησιμοποιούνται είναι η πέτρα και το ξύλο και τα κτίρια διατηρούν έναν ομοιόμορφο χαρακτήρα μεταξύ τους. Το εξωτερικό κέλυφος αποτελούνταν από λίθινους τοίχους πάχους περίπου 65εκ. Το πάτωμα ήταν ξύλινο και στηρίζόταν σε δοκούς που πατούσαν εγκάρσια σε κύριες δοκούς (ποταμούς). Η ξύλινη στέγη είχε επικάλυψη από βυζαντινού τύπου κεραμίδια.
Το τυπικό σχήμα των κτισμάτων είναι ορθογώνιο με αναλογία κάτοψης 1 προς 2. Η οργάνωση των χώρων πραγματοποιείται σε επίπεδα σύμφωνα με τις λειτουργίες και τις ανάγκες των ενοίκων. Το ισόγειο χρησιμοποιείται για κατοίκηση ενώ το υπόγειο για τις βοηθητικές λειτουργίες ή για αποθήκευση. Η είσοδος στα ανώτερα επίπεδα γίνεται από την στάθμη του δρόμου ενώ υπάρχει ξεχωριστή είσοδος για το υπόγειο περιμετρικά του κτιρίου με την βοήθεια κάποιας σκάλας. Παρατηρούνται διαφορές στο μέγεθος και στο σχήμα των κτιρίων που οφείλονται στην κοινωνικές και οικονομικές διαφορές των ιδιοκτητών.
Το αντικείμενο της μελέτης μας ήταν η περιοχή του Αγίου Γεωργίου στον Κάτω Μαχαλά όπου παρατηρήσαμε έντονα το φαινόμενο της αλλοίωσης στα παραδοσιακά κτίσματα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αυτό το κομμάτι του οικισμού έχει και τους περισσότερους μόνιμους κατοίκους σήμερα. Συχνή παρέμβαση έιναι η αντικατάσταση του ξύλινου εξώστη από πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα και η σοβάτινη επικάλυψη της λίθινης τοιχοποιίας. Υπάρχουν αρκετά εγκαταλειμμένα παραδοσιακά κτίσματα με αναλλοίωτα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά αλλά δυστυχώς δεν συντηρούνται και η μελέτη της παραδοσιακής τεχνικής ήταν δυσκολότερη.
Στην περιήγησή μας στο χωριό εκτός από τις κατοικίες που μελετήσαμε, είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε τους κατοίκους, οι οποίοι μοιράστηκαν μαζί μας τις εμπειρίες τους κι έτσι πήραμε μία ιδέα για τη ζωή στο χωριό πέρα από την οικοδομική του πλευρά. Ιδιαίτερη εμπειρία ήταν η επίσκεψή μας στον παραδοσιακό νερόμυλο του χωριού που βρίσκεται στους πρόποδες της πλαγιάς πάνω στο ποτάμι. Δομικά έχει υποστεί πολύ μεγάλη αλλοίωση και μόνο τα λίθινα θεμέλια πάνω στον βράχο παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Μας έκανε όμως εντύπωση ο τρόπος που λειτουργούσε η τοπική κοινωνία όταν ο πληθυσμός ήταν αυξημένος. Οι κάτοικοι των Λαγκαδίων αλλά και των κοντινών χωριών προμηθεύονταν αλέυρι, ψωμί, καλαμπόκι, γαλακτοκομικά και λάδι από τον νερόμυλο και η τοπική παραγωγή και κατ’επέκταση η οικονομική δραστηριότητα ήταν έντονη σε αντίθεση με σήμερα που λόγω της αστικοποίησης, η τοπική οικονομία στηρίζεται μόνο στον τουρισμό.
Τα Λαγκάδια μας έδωσαν την δυνατότητα να μελετήσουμε την ελληνική παράδοση και να φανταστούμε την ζωή σε έναν ελληνικό οικισμό όπως ήταν στα παλαιότερα χρόνια. Είναι γεγονός πως η παράδοση δέχεται παρεμβάσεις σε όλους τους τομείς, στην δομή και την οργάνωση της κοινωνίας, στην οικονομία, στην αρχιτεκτονική. Η εξέλιξη είναι ένα φυσικό και αναποφεύκτο φαινόμενο αλλά αξίζει να παρατηρούμε τα παραδοσιακά στοιχεία σε σχέση με τα σύγχρονα και να εκτιμούμε τα χαρακτηριστικά του παρελθόντος αφού αποτελούν βασικό κομμάτι της ιστορίας μας αλλά και τις βάσεις για το μέλλον.