Τα πανηγύρια ήταν τέσσερα: του Προφήτη Ηλία, των Αγίων Πάντων, του Σωτήρος και του Δεκαπενταύγουστου, που ήταν και το μεγαλύτερο. Πέρα από ευκαιρία για γλέντι αποτελούσαν το επίσημο νυφοπάζαρο. Οι άνδρες είχαν την ευκαιρία να δουν τις νέες να χορεύουν, να διαλέξουν κάποια και να στείλουν προξενιά. Σημείο για να καταλάβει τη δύναμη της γυναίκας που θα πάρει κάποιος, καθώς οι γυναίκες έκαναν τις βαριές εργασίες, ήταν η βρύση, όπου η κοπέλα πήγαινε ζαλωμένη με τη βαρέλα. Άλλο σημείο ήταν τα περάσματα στα οποία άφηνε ο γιδάρης όσες γίδες ανήκαν σε νοικοκυριά, μετά τη βοσκή. Το κουτσομπολιό αποτελούσε μέρος της καθημερινότητας. Τις καλές ή άσχημες πληροφορίες για τις γυναίκες γενικά τις έδινε ο μυλωνάς, καθώς εκεί πήγαιναν για να αλέσουν το στάρι. Η τελική συμφωνία γινόταν πίσω από την εκκλησία του Αϊ-Νικόλα. Τα σημεία των γνωριμιών αφορούσαν τους νέους με κοινή καταγωγή και οικονομική επιφάνεια. Οι γάμοι μεταξύ κτηνοτρόφων και ραφτάδων ήταν σπάνιοι, όπως και με άτομα από άλλα μέρη, καθώς δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτά. Το συνοικέσιο προϋπέθετε συμφωνητικό και προικοσύμφωνο, όπου υπέγραφαν όσα συμφωνούσαν. Το αρραβώνιασμα ήταν το πολύ τρεις βδομάδες και η κοπέλα απαγορευόταν να πάει σε πανηγύρι ή, αν συναντήσει τον αρραβωνιαστικό της, να του μιλήσει, ή να πάει αυτός στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του. Οι γάμοι γίνονταν το καλοκαίρι με την απαραίτητη παρουσία όλων των συγγενών και φίλων, και ήταν μια αφορμή για νέα προξενιά.[1]