Συρράκο (Τμήμα Α - Ομάδα 18)

Η Θέση της Γυναίκας

Η κοινωνία ήταν πατριαρχική. Η γυναίκα ήταν δυνατή και παραγωγική σε σχέση τόσο με τις αγροτικές κτηνοτροφικές εργασίες, όσο και με τις δουλειές της νομαδικής ζωής, με δύο νοικοκυριά να μεταφέρονται χειμώνα καλοκαίρι, όσο και με τα παιδιά. Μια γέννα μπορούσε να πραγματοποιηθεί και παράμερα στη φύση, όπου τύχαινε να βρίσκεται η γυναίκα για εργασία ή για μεταφορά του νοικοκυριού. Ο πόνος της γέννας εθεωρείτο ντροπή, και αφού έκοβαν μόνες τους τον ομφάλιο λώρο συνέχιζαν τη δουλειά ή το ταξίδι τους με το μωρό. Η γυναίκα νύφη αποτελούσε υποτακτική της οικογένειας και του σογιού, και τους αποκαλούσε όλους, ανεξαρτήτως ηλικίας, αφέντη. Το ζευγάρι μεταξύ του μιλούσε στον πληθυντικό χωρίς να προσφωνεί ο ένας τον άλλο με το όνομά του, αλλά λέγοντας μ΄γκιάρι (= γυναίκα) και όμου (= άνθρωπος-άνδρας). Σημαντική παρατήρηση είναι ότι ότι ο άντρας είχε δικαίωμα να χτυπήσει τη γυναίκα του ενώπιον του πεθερού της ως επίδειξη ισχύος.[1] Χωρίς καλλωπίσματα και κεντήματα, σάλια ή γούνες, που συνήθιζαν οι Ανατολίτισσες. Το σχολείο του Συρράκου κτίστηκε με την εκποίηση των κοσμημάτων των γυναικών. Η ανύπαντρη κόρη ήταν ντροπή για την οικογένεια, ενώ στο έθιμο της προίκας έθεσαν άγραφο νόμο να μην δίνονται πάνω από 1.000 πιάστρα συν τον ρουχισμό, αν και αυτό δεν τηρούνταν πάντα, καθώς όσο πιο μεγάλη προίκα έπαιρνε κάποιος τόσο πιο πετυχημένος θεωρούνταν.[2]



[1]Ό.π., Συρράκο: Πέτρα – Μνήμη – Φως, τόμος 2ος, σ. 45-47.

[2] Ό.π., Συρράκο: Πέτρα – Μνήμη – Φως, τόμος 2ος,  σ. 97, 411.

Πηγή φωτογραφιών Ι. Ζιώγα