Συνοπτικά θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για μια πυρηνική δομή όπου οι ζώνες κατοίκησης περιβάλουν το ιστορικό κέντρο του οικισμού. Η ανάπτυξη και εξάπλωση της δυτικής πλευράς στην δεύτερη φάση, μετά την καταστροφή του 1821, φαίνεται να είναι μάλλον ακτινωτή.
Το έδαφος είναι διαμορφωμένο σε μεγάλους αναβαθμούς υψομετρικής διαφοράς 3 μέτρων κατά μέσο όρο, με αναλημματικούς (τοίχους αντιστήριξης). Τα καλντερίμια διατρέχουν διαγώνια τον οικισμό, πράγμα που εξασφαλίζει την ομαλότητα τους και δημιουργούν ένα πλέγμα, ένα δαιδαλώδες δηλαδή δίκτυο, μέσα στο οποίο η κατοίκηση έχει σημειακή μορφή, με τον τύπο οικία-αυλή-περίφραξη να επαναλαμβάνεται σε διάφορες παραλλαγές.
Η μορφή των κτισμάτων είναι άμεσα επηρεασμένη από την κλίση του εδάφους. Το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοικιών είναι διώροφες και πάνω με την είσοδο στον όροφο. Ο προσανατολισμός των κατοικιών και η κατανομή των ανοιγμάτων στοχεύουν στην εκμετάλλευση του ημερήσιου φωτός για την ζεστασιά της οικίας.
Το νερό έχει δεσπόζουσα σημασία με την παρουσία των βρυσών , οι οποίες είναι πέτρινες αναβλύζουσες κρήνες ενίοτε με τον τύπο στεγασμένου κτίσματος με κάμαρες, που ονοματοδοτούν συνοικίες.
Ομοίως η εκμετάλλευση των όμβριων και αναβλυζόντων υδάτων, έχει προβλεφθεί μέσω της εσωτερικής κλίσης των καλντεριμιών και αυλακιών τους, την σούδα, ώστε να παροχετεύονται στα κηπάρια εντός του οικισμού.
Τα ίχνη βαθιάς ύφεσης, εγκατάλειψης και συρρίκνωσης του οικισμού αποτυπώνονται στον αριθμό των ερειπίων που απαντήσαμε, ενώ ο αριθμός ανακαινισμένων και νεόδμητων δείχνει την προσπάθεια των τελευταίων δυο δεκαετιών για επανάκαμψη. Ομοίως αυτό αποτυπώνεται και στον δημόσιο χώρο με την αποκατάσταση του δικτύου των καλντεριμιών και την συντήρηση κτισμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, έστω με αποσπασματικό τρόπο.