Ο οριζόντιος φέρων οργανισμός είναι κατά κύριο λόγο το μεσοδόκαρο ή τα πρωτεύοντα δοκάρια, τα οποία ήταν χρήσιμα για την καλύτερη στήριξη των μακρόστενων πλακών. Πάνω από τις πλάκες υπήρχε μια στρώση χώματος και μια επιπλέον στρώση αργιλοχώματος.
Στέγες
Α. Καλαμωτή στέγη με καταχύματα
Β. Καταχύματα που φέρουν τις πλάκες χωρίς καλαμωτή
Γ. Σανιδωτή στέγη με καταχύματα(αντί της καλαμωτής)
Ο φέρων οργανισμός της στέγης μέχρι και το 19ο αιώνα ακολουθεί σχεδόν αποκλειστικά το στατικό μοντέλο δοκού- στύλου. Οι μονόρριχτες στέγες αποτελούνται από επάλληλα ξύλινα δοκάρια , τα καταχύματα , συνήθως από χοντρούς κλάδους ή κορμούς δέντρων , τοποθετημένα ανά αποστάσεις , κατά την έννοια της μικρής διάστασης του κτίσματος και της κλίσης της στέγης και τα οποία στηρίζονται στους δύο τοίχους των μεγάλων πλευρών.
Πάνω στα καταχύματα τοποθετούνταν συχνά τα καλάμια το ένα σε επαφή με το άλλο και από πάνω στρωνόταν για μόνωση πηλός , το κουμουλόχωμα , με άχυρα ή βρήχα, πάνω στον οποίο τοποθετούνταν οι πλάκες. Σε κάποια σπίτια σοβατίζεται η κάτω επιφάνεια της καλαμωτής για περισσότερη στεγανότητα.
Ο φέρων οργανισμός της δίρριχτης στέγης αποτελείται από μια κεντρική δοκό (ξόνι) , τοποθετημένη στον κορφιά . Μερικές φορές, τοποθετείται στο μέσο του ανοίγματος εγκάρσια δοκός που στηρίζεται στους άλλους αντικειμενους τοιχους. Ένας άλλος τρόπος για να ενισχυθεί το ξόνι , είναι η τοποθέτηση στο μέσο ενός ξύλινου στύλου ( εδεχος ). Οι πλάκες πριν από την τοποθέτηση τους υφίστανται κατεργασία , για να αποκτήσουν ορθογώνιο σχήμα . Η τοποθέτηση αρχίζει από τα χαμηλά άκρα της στέγης , όπου η πρώτη σειρά λέγεται ακροδοσα, η οποία εξέχει 10-20 εκατοστά από τον τοίχο για να φεύγουν τα νερά. Οι αρμοί μεταξύ των πλακών της ίδιας σειράς καλύπτονται από μακρόστενες πλάκες τους καβαλάρηδες. Στην κορυφή της στέγης τοποθετείται μια σειρά πλακών , οι ουράνιες.
Πάτωμα
Το πάτωμα του ορόφου του πυργαριού κατασκευάζεται από ξύλινα δοκάρια ,τις λεγόμενες «περάτες» ,οι οποίες στηρίζονται στον τοίχο της πρόσοψης και στο αντικρινό της τοίχο ανά 0.8 μ περίπου. Πάνω σε αυτά καρφώνονται ξύλινες σανίδες , τα «ταμπανοσάνιδα» πλάτους 0.1-0.3 μ .