Ο οικισμός βρίσκεται στο μέσο της Ικαρίας, που αποτελεί νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου. Ανήκει στην περιφερειακή ενότητα Ικαρίας, ενώ πρωτεύουσα και επίνειο του νησιού είναι ο Άγιος Κήρυκος.Το όνομα της Ικαρίας προέρχεται από το γιό του Δαίδαλου, Ίκαρο, ο οποίος κατά τη μυθολογία έπεσε στα νερά της θάλασσας στα ανοιχτά της Ικαρίας, επειδή παράκουσε τον πατέρα του, ο οποίος τον είχε νουθετήσει να μην πετάξει κοντά στον ήλιο.
Η Ικαρία είχε κατοικηθεί από τη Νεολιθική εποχη, πριν το 7.000 π.Χ., από κατοίκους που οι αρχαίοι Έλληνες αποκάλεσαν μετέπειτα Πελασγούς. Γύρω στο 750 π.Χ. Έλληνες από τη Μίλητο αποίκισαν την Ικαρία ιδρύοντας εγκαταστάσεις στην περιοχή που σήμερα αποκαλείται Κάμπος, την οποία τότε αποκαλούσαν Οινόη για το κρασί της. Τον 6ο αιώνα π.Χ. η Ικαρία συνενώθηκε διοικητικά με τη Σάμο και αποτέλεσε τμήμα της θαλάσσιας αυτοκρατορίας του Πολυκράτη. Εκείνη την εποχή χτίστηκε ο ναός της Αρτέμιδος στο Να, στη βορειοανατολική γωνία του νησιού. Ο Νας ήταν ιερός τόπος και για τους Προέλληνες κατοίκους του Αιγαίου, ενώ ήταν ένα σημαντικό λιμάνι του νησιού στην αρχαιότητα, ο τελευταίος σταθμός πριν εξερευνηθούν οι επικίνδυνες θάλασσες γύρω από την Ικαρία. Ήταν κατάλληλο μέρος για τους ναυτικούς να κάνουν θυσίες στην Άρτεμη, η οποία εκτός των άλλων ήταν και προστάτης των θαλασσοπόρων. Ο ναός διατηρούνταν σε καλή κατάσταση μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν λεηλατήθηκε από τους κατοίκους του χωριού Χριστός Ραχών, οι οποίοι πήραν το μάρμαρο προκειμένου να φτιάξουν ασβέστη για την εκκλησία τους. Το 1939 έγιναν ανασκαφές στην περιοχή από τον Έλληνα αρχαιολόγο Λίνο Πολίτη. Κατά την Γερμανική και Ιταλική κατοχή της Ικαρίας μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλά από τα τεχνουργήματα που είχαν βρεθεί από τον Πολίτη εξαφανίστηκαν. Σύμφωνα με τοπικό θρύλο υπάρχουν ακόμα μαρμάρινα αγάλματα κάτω από την άμμο της παραλίας του Να.
Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου οι Ικαριώτες σπανίως έχτιζαν χωριά με την συγκεντρωμένη μορφή που γνωρίζουμε. Κάθε σπίτι ήταν χαμηλό, με ένα δωμάτιο, με σκεπή από πέτρινες πλάκες, και βρίσκονταν απομακρυσμένο από τα γειτονικά. Είχε μόνο μια χαμηλή πόρτα και ήταν φραγμένο από την πλευρά της θάλασσας με ψηλούς τοίχους, ενώ υπήρχε ένα άνοιγμα στην στέγη (ο ανεφάντης). Επειδή η καμινάδα με τους καπνούς θα μπορούσε να προδώσει την ύπαρξη του σπιτιού, πολλές φορές κλείνονταν. Ο καπνός διαχέονταν από τις πλάκες της στέγης χωρίς να γίνεται ορατός, καθαρίζοντας ταυτόχρονα τα ξύλα της στέγης από έντομα. Τα δωμάτια περιείχαν τα απολύτως απαραίτητα όπως τον χειρόμυλο και το τσουκάλι. Η παράδοση υποστηρίζει πως όλοι κοιμόντουσαν στο πάτωμα και έκρυβαν τα υπάρχοντά τους μέσα σε σχισμές στους τοίχους. Άντρες και γυναίκες φορούσαν σχεδόν τα ίδια ρούχα: υφαντές λινές φούστες για τις γυναίκες, ένα είδος φουστανέλας για τους άντρες. Αργότερα καθιερώθηκε η βράκα και το γιλέκο για τους άνδρες και η αντίστοιχη παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά. Αυτός ο τρόπος ζωής συντελούσε στη μακροζωία και στην αταξικότητα. Κάθε σπίτι ήταν αυτάρκες, χρησιμοποιώντας τον ζωτικό χώρο γύρω του για καλλιέργεια των απαραίτητων, οι γυναίκες συμμετείχαν στις εργασίες και στην κοινωνική ζωή. Τα χωριά δημιουργούνταν σιγά-σιγά από απόγονους μιας αρχικής οικογένειας, που εξαπλωνόταν. Παρ' όλη την αραιοκατοίκηση, η συνεκτικότητα της κοινωνίας ήταν μεγάλη. Υπήρχαν τα πανηγύρια, ομαδικές εργασίες, και τα συμβούλια των γηραιότερων που έπαιρναν τις αποφάσεις. Ο τρόπος ζωής και η αρχιτεκτονική αυτή διατηρήθηκαν έως τα τέλη του 19ου αιώνα, και πολλά στοιχεία μέχρι τις μέρες μας.
Οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη, που είχαν την βάση τους στη Ρόδο, ασκούσαν εξουσία στην Ικαρία μέχρι το 1521 που η Οθωμανική Αυτοκρατορία ενσωμάτωσε την Ικαρία στις κτήσεις της. Τότε επιδεινώθηκε το πρόβλημα της πειρατείας, οπότε οι κάτοικοι του νησιού εφάρμοσαν την πρακτική της αφάνειας: τραβήχτηκαν στα ορεινά του νησιού, κρύβοντας τους οικισμούς, αλλά και τις κατοικίες τους. Για την αντιπειρατική άμυνα, εκτός από την «αφάνεια» (αραιοκατοίκηση και απόκρυψη των κατοικιών), υπήρχαν παρατηρητήρια - βίγλες, διάφορα σημεία συγκέντρωσης και άμυνας του πληθυσμού σε περίπτωση επιδρομών (οροπέδια αόρατα από την θάλασσα), και κοινές κρυμμένες προμήθειες για χρήση σε ώρα ανάγκης. Η κλοπή τους τιμωρούνταν από το ιδιαίτερο εθιμικό δίκαιο της εποχής ακόμη και με θάνατο. Υπάρχουν τέλος αναφορές για επίθεση των κατοίκων σε ανεπιθύμητους επισκέπτες των ακτών, ακόμη και σε ναυαγούς. Οι Ικαριώτες λίντσαραν τον πρώτο Τούρκο φοροεισπράκτορα, αλλά κατά κάποιον τρόπο κατόρθωσαν να παραμείνουν ατιμώρητοι. Η συγκεκριμένη ιστορία, όπως έχει διατηρηθεί στην προφορική παράδοση, μιλάει για έναν Οθωμανό Αγά, που για να μετακινηθεί έβαλε δύο Ικαριώτες να τον κουβαλήσουν στα χέρια, πάνω σε ένα φορείο. Οι Ικαριώτες μην αντέχοντας τον εξαναγκασμό, τον έριξαν στο γκρεμό, στην περιοχή Κακό Καταβασίδι. Οι τουρκικές αρχές συγκέντρωσαν τον πληθυσμό και ρώτησαν ποιοι ήταν οι δράστες, αλλά έλαβαν την απάντηση «ούλοι εμείς εφέντη». Η φράση έμεινε παροιμιώδης, τονίζοντας την αλληλεγγύη της κοινωνίας εκείνη την εποχή.
Οι Τούρκοι επέβαλλαν ένα πολύ χαλαρό καθεστώς διοίκησης, δεν έστειλαν αξιωματούχους στην Ικαρία για αρκετούς αιώνες. Η καλύτερη καταγραφή που διαθέτουμε για το νησί κατά τη διάρκεια των συγκεκριμένων χρόνων είναι από τον κονδυλοφόρο του επισκόπου Ιωσήφ Γεωργειρήνη που το 1677 περιέγραψε το νησί με 1.000 κατοίκους οι οποίοι ήταν οι φτωχότεροι στο Αιγαίο. Το 1827 η Ικαρία αποσπάστηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά αναγκάστηκε να αποδεχτεί την Τουρκική διοίκηση κάποια χρόνια μετά και παρέμεινε κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έως τις 17 Ιουλίου 1912 όταν εκδίωξε μια μικρή τουρκική φρουρά κατά τη διάρκεια της Ικαριακής Επανάστασης.
Την 17η Ιουλίου του 1912 οι επαναστάτες εκδίωξαν την τουρκική φρουρά, με αρχηγό τον ιατρό Ιωάννη Μαλαχία και πεσόντα ήρωα τον Γεώργιο Σπανό, του οποίου το μνημείο βρίσκεται έξω από το χωριό Χρυσόστομος και το άγαλμα του στον Εύδηλο. Εξαιτίας των Βαλκανικών πολέμων, η Ικαρία αδυνατούσε να συνενωθεί με την Ελλάδα μέχρι το Νοέμβριο του αυτού έτους. Για 5 μήνες παρέμεινε ανεξάρτητη πολιτεία, με τις δικές της ένοπλες δυνάμεις, σφραγίδες και ύμνο ως η Ελευθέρα Πολιτεία Ικαρίας. Η σημαία της ελευθέρας πολιτείας ήταν μπλε με έναν λευκό σταυρό στη μέση. Οι πέντε μήνες ανεξαρτησίας ήταν δύσκολοι. Οι ντόπιοι είχαν έλλειψη σε προμήθειες, δεν είχαν συχνή συγκοινωνία και ταχυδρομικές υπηρεσίες, ενώ κινδύνευαν να γίνουν κομμάτι της Ιταλικής Αυτοκρατορίας στο Αιγαίο. Με απόφαση της εθνοσυνέλευσης ενώθηκε με την Ελλάδα.
Το νησί είχε τρομακτικές απώλειες σε έμψυχο και άψυχο δυναμικό κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη Γερμανική και Ιταλική Κατοχή. Δεν υπάρχουν ακριβή νούμερα ως προς το πόσοι άνθρωποι λιμοκτόνησαν, αλλά στο χωριό Καραβόσταμο πάνω από 100 άτομα πέθαναν από ασιτία. Από τότε, στο νησί η πλειονότητα των κατοίκων είναι φίλα προσκείμενοι στον Κομμουνισμό, ενώ η Ελληνική Κυβέρνηση χρησιμοποίησε το νησί ως τόπο εξορίας για περίπου 13.000 κομμουνιστές από το 1945 έως το 1949. Τόπος εξορίας ήταν άλλωστε και παλαιότερα κατά το καθεστώς Μεταξά, αλλά και κατά τη βυζαντινή περίοδο όπου αυτοκρατορικές οικογένειες εξορίζονταν στο νησί. Υπήρχε έτσι η προκατάληψη στους απλούς ανθρώπους να μην παντρεύονται με κατοίκους από γειτονικά νησιά, θεωρώντας τους εαυτούς τους γαλαζοαίματους. Μέχρι σήμερα η Ικαρία ονομάζεται «Κόκκινο Νησί» ή «Κόκκινος Βράχος», εξαιτίας των αριστερών πεποιθήσεων των κατοίκων.
Χαρακτηριστική απασχόληση των Ικαριωτών από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα ήταν η παραγωγή και εμπορία ξυλοκάρβουνου. «Κομπανίες» Ικαριωτών ταξίδευαν για μήνες αρχικά στην Μικρά Ασία και μετά το 1922 σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας για τον σκοπό αυτό. Στη συνέχεια η μεγάλη μετανάστευση, κυρίως στις Η.Π.Α., και η ναυτολόγηση των κατοίκων περιόρισε και τελικά μηδένισε τη δραστηριότητα αυτή. Η παροικία των Ικαρίων στις Η.Π.Α. είναι σήμερα μεγάλη και ιδιαίτερα δυναμική, εξακολουθεί δε να έχει ιδιαίτερους δεσμούς με τον γενέθλιο τόπο.
Η ποιότητα ζωής βελτιώθηκε σημαντικά μετά το 1960 όταν η Ελληνική Κυβέρνηση ξεκίνησε να επενδύει στην υποδομή των νησιών προκειμένου να προωθηθεί ο τουρισμός, με σημαντική συμβολή του Ικαριώτη Γεώργιου Τσαντίρη. Ακόμα και τώρα όμως, η Ικαρία θεωρείται από τα «ξεχασμένα» νησιά και οι ντόπιοι βασίζονται στα έσοδα που έχουν από τις διάφορες εκδηλώσεις για τη βελτίωση της τοπικής υποδομής. Είναι χαρακτηριστική η έλλειψη σε έργα ρυμοτομίας, λόγω της βραχώδους και απότομης μορφολογίας που τα καθιστά πολυδάπανα.
Μόλις τα τελευταία χρόνια έχει βελτιωθεί η συχνότητα ακτοπλοϊκής σύνδεσης και ο χρόνος ταξιδίου, ενώ από το 1995 λειτουργεί και το αεροδρόμιο «Ίκαρος». Η Ικαρία αποτελεί πλέον έναν από τους δημοφιλέστερους εναλλακτικούς καλοκαιρινούς προορισμούς, όσον αφορά το νησιωτικό τουρισμό στην Ελλάδα.