α) Η Μονή Ταξιαρχή Μιχαήλ Μούρας
Το πλήρες όνομα της μονής αυτής είναι Μονή των Ταξιαρχών Μουρά. Ωστόσο, υπάρχουν και αναφορές σε αυτή ως Αγ. Ευστράτιο. Το όνομα Μουρά προέχεται μάλλον από τις πολλές μουριές που βρίσκονται στην περιοχή, χαρακτηριστικό γενικότερα και της Πελοποννήσου. Η Μονή βρίσκεται στο βόρειο μέρος του Παλαιοχωρίου και δεν λειτουργεί πια. Παλαιότερα συνιστούσε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του χωριού, ιδίως μάλιστα σε περιόδους εορτών και κυρίως την γιορτή των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ και την Πρωτομαγιά.
Αρχεία για την μονή αυτή υπάρχουν από το 1747 και σχετίζονται με δωρεές. Το 1833 κάηκε από τον Ιμπραήμ Πασά αλλά επισκευάστηκε αργότερα με τη βοήθεια των κατοίκων και των μοναχών. Τα λεφτά για την επισκευή της υπήρξαν αντικείμενο διαμάχης του εκκλησιαστικού ταμείου και του επισκόπου δεδομένου ότι και οι δύο τα διεκδικούσαν. Ενώ αρχικά τα πήρε ο επίσκοπος σε μία επίσκεψη του στην εκκλησία, εν τέλει αναγκάστηκε να τα παραδώσει στο εκκλησιαστικό ταμείο. Ένα τμήμα των χρημάτων αυτών δόθηκαν και για την αποπεράτωση της νεόδμητης εκκλησίας.
Πρόκειται για ένα συγκρότημα κατασκευασμένο από αργολιθοδομή και ασβεστοκονίαμα, που λειτουργεί ως φρούριο από εξωτερικούς εισβολείς. Η πύλη του οδηγεί σε περίβολο με ακανόνιστο τραπεζοειδές σχήμα με κελία που παρεμβάλλονται στη ροή του τείχους. Τα κελιά αυτά είναι συνήθως διώροφα. Το πρώτο επίπεδο, είτε υπόγειο είτε ισόγειο στεγάζεται με καμάρα ενώ το δεύτερο επίπεδο είναι ξυλόστεγο. Το καθολικό της εκκλησίας είναι μονόκλινο με τρούλο. Ο τρούλος αυτός στηρίζεται σε ορθογώνια βάση με ελλειπτική στεφάνη. Η είσοδος στο καθολικό γίνεται από τα δυτικά. Εξωτερικά, η στέγη δίνει την εντύπωση σταυρόσχημου ναού με τρούλο ενώ το καμπαναριό που αντικρίζουμε είναι μεταγενέστερο.
Σημαντικές θεωρούνται και οι τοιχογραφίες της μονής αυτής οι οποίες παρουσιάζουν ομοιότητες με μνημεία του Πραστού και παραπέμπουν στην τεχνοτροπία του Γεωργίου Μόσχου και του Δημητρίου Κακαβά, καλλιτεχνών που εργάστηκαν στην Κυνουρία και τη Λακωνία τον 17ο αιώνα.
β) Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Η πρόσβαση στο ναό του χωριού γίνεται μέσω του δρόμου που ενώνει την πάνω με την κάτω πλατεία, αποτελώντας ταυτόχρονα και την κεντρική αρτηρία του οικισμού. Διασχίζοντας λοιπόν, το πλακοστρωμένο και κατάφυτο από φλαμουριές προαύλιο παρατηρεί κανείς την τρίκλιτη βασιλική με τη σαμαρωτή στέγη που είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, καθώς και το επιβλητικό κωδωνοστάσιο με τις μαρμάρινες λαξευτές πέτρες και τις διαδοχικές καθ΄ ύψος καμπάνες, που ανεγέρθηκε το 1945. Το εσωτερικό του ναού χωρίζεται σε τρία κλίτη από πεσσούς που συνδέουν τον χώρο εισόδου, που περιβάλλεται από εικόνες που έχουν φιλοτεχνηθεί με πυρίκαυστη τεχνική, με το ιερό, όπου βρίσκεται το ξυλόγλυπτο τέμπλο. Ο γυναικωνίτης βρίσκεται στο μέρος πίσω από τις εισόδους και αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη. Όσον αφορά στο προαύλιο της εκκλησίας, εκεί εντοπιζόταν παλαιότερα το κέντρο βάρους της διασκέδασης των κατοίκων του χωριού, αφού συνιστούσε το χώρο διοργάνωσης διάφορων τοπικών εορτών, με κυριότερη αυτή του προφήτη Ηλία, τη γιορτή των ανθρώπων του βουνού. Έπειτα, το κέντρο αυτό μετατοπίστηκε στην κάτω πλατεία, που μέχρι και σήμερα αποτελεί τον χώρο όπου διοργανώνονται τα εκάστοτε πανηγύρια.
γ) Ο ξενώνας
Το επιβλητικό κτίσμα, που βρίσκεται στο νότιο όριο του χωριού και σε άμεση σχέση με το όρος της Μαυρίλας και που σήμερα προορίζεται να μετατραπεί σε ξενώνα του χωριού, ήταν άλλοτε η οικία του Χρήστου Δαμάσχη, ενός από τους Παλαιοχωρίτες που μετανάστευσαν στην Αμερική. Αποτελούμενο από τοιχοποιίες λαξευμένων λίθων εξωτερικά και πλαισιωμένο στις γωνίες από μάρμαρο, λέγεται ότι είναι κτίσμα κατασκευασμένο από τον αρχαιολόγο Μ.Δέφνερ, που βρισκόταν την περίοδο εκείνη στο Λεωνίδιο με σκοπό να ερευνήσει την τσακώνικη διάλεκτο. Πρόκειται για διώροφο κτίριο, τετραγωνικής κάτοψης, με εξώστη διακοσμημένο με ψηφιδωτά, δύο διαφορετικές εισόδους που οδηγούν στο εσωτερικό, κλιμακοστάσια με κιγκλιδώματα από μωσαϊκό και μεγάλα δωμάτια, ενώ καλύπτεται από τετράριχτη στέγη με κεραμίδια. Εξωτερικά, διατηρείται σε καλή κατάσταση, ενώ εσωτερικά βρίσκεται υπό ανακαίνιση.
δ) Οι κρήνες – Οι πηγές
Χαρακτηριστική είναι η κρήνη του κοσμεί την πάνω πλατεία του χωριού. Πρόκειται για μαρμάρινη κατασκευή που καταλήγει σε αέτωμα, δωρεά των ομογενών της Αμερικής, διακοσμημένη με χάλκινες λεοντοκεφαλές, από το στόμα των οποίων ρέει το νερό της πηγής που αναβλύζει στο βράχο πίσω της. Δίπλα στην κρήνη βρίσκεται τσιμεντένια δεξαμενή που συνέλεγε το νερό που προοριζόταν για το πότισμα των κήπων των επάνω γειτονιών. Το πότισμα των κήπων των κάτω γειτονιών τροφοδοτούσε η Μπρούσκα, που ήταν επίσης πηγή στο νότιο άκρο του χωριού. Όσο για την κάτω πλατεία, εκεί βρισκόταν παλαιότερα το Πλυσταριό, επομένως η πρόσβαση σε τρεχούμενο νερό ήταν πρωταρχικής σημασίας και επιτυγχανόταν μέσω βρύσης που υπάρχει μέχρι και σήμερα και είναι από τις λίγες που λειτουργούν. Παρόμοιες βρύσες έβρισκε κανείς και κάτω από το σημερινό γήπεδο καλαθοσφαίρισης-εκεί παλαιότερα βρισκόταν το κοιμητήριο με το εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη, εξ ’ου και το όνομα της αντίστοιχης γειτονιάς- , σε σημείο της ανηφόρας που ξεκινά από την κάτω πλατεία και οδηγεί στις πάνω γειτονιές, καθώς επίσης και στο δρόμο που ενώνει την πάνω πλατεία με τον ξενώνα, αλλά δυστυχώς σήμερα βρίσκονται εκτός λειτουργίας.
Βιβλιογραφία : ΣΥΚΩΚΗΣ, Βασίλειος, 2006, Παλαιοχώριον, το στολίδι του Πάρνωνα,1η εκδ. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ι. Μπουκαβάλα Α.Ε.