Οι τοιχοποιίες διακρίνονται σε εξωτερικές και εσωτερικές.
Στο εσωτερικό της κατοικίας χρησιμοποιούνται διαχωριστικά που οριοθετούν τους διάφορους χώρους ζωής. Τα εσωτερικά αυτά διαχωριστικά στοιχεία δεν είναι φέροντα, εκτός αυτών του ισογείου, όπου συνήθως υπάρχει λιθοδομή. Στους ορόφους, τα διαχωριστικά είναι ξυλόπηκτες κατασκευές, στις οποίες ο ξύλινος σκελετός επενδύεται και από τις δύο του πλευρές με καρφωτά πηχάκια, πλεκτά κλαδιά ή καλάμια και είναι γνωστός στη γλώσσα των μαστόρων ως «μπαγδατί». Πάνω σε αυτά τοποθετείται ισχυρή στρώση κονιάματος από αργιλόχωμα, πάχους 3-4 εκ. και από τις δύο πλευρές, με στόχο την προστασία της ξύλινης κατασκευής, και μια τελική λεπτή στρώση σοβά.
Οι εξωτερικές τοιχοποιίες, οι οποίες έχουν ως υλικό κατασκευής το λίθο, αποτελούν το κύριο κατακόρυφο φέρον στοιχείο. Το πάχος αυτών κυμαίνεται από 55 έως 80 εκατοστά, ανάλογα με το είδος της κατασκευής και τη θέση του φέροντος στοιχείου. Οι κύριες τοιχοποιίες εμφανίζουν μείωση του πάχους τους κατά τη μετάβαση από το πρώτο στα επόμενα επίπεδα, ώστε να πατήσουν τα δοκάρια. Για την ενίσχυση της κατασκευής τοποθετούνται οριζόντιες περιμετρικές ξυλοδεσιές, οι οποίες ‘δένουν’ την τοιχοποιία στα επίπεδα έδρασης του πατώματος, της στέγης, αλλά και ενδιάμεσα, ενώ παράλληλα εξασφαλίζουν την αντοχή του κτηρίου σε δυναμικές και άλλες καταπονήσεις.
Ως προς την τελική εξωτερική επιφάνεια των λιθοδομών, αυτές διαμορφώνονταν συχνά με την τοποθέτηση αρμολογήματος ανάμεσα στα κενά που δημιουργούσαν οι πέτρες μεταξύ τους (αρμοί), ενώ η τοιχοποιία καλυπτόταν συχνά και με κάποιο λευκό επίχρισμα ώστε να προστατεύεται, το οποίο ενίοτε χρωματιζόταν μπλε. Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις, δημιουργούνταν διακοσμητικά στοιχεία από κομμάτια κεραμιδιών ή τούβλων .