Ο πληθυσμός του οικισμού σύμφωνα με την απογραφή του 2001 είναι 429 κάτοικοι.
Με την ενσωμάτωση του Ελληνόπυργου, οι κάτοικοι απέκτησαν κλήρο από τον οποίο είχαν κάποιο εισόδημα, αν και αυτός ακόμα ήταν μικρός. Πηγές εισοδήματος των κατοίκων ήταν και συνεχίζουν να είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία, η μισθοδοσία όσων εργάζονται στις Ένοπλες Δυνάμεις, στη Χωροφυλακή ή σε δημόσιες υπηρεσίες καθώς και τα εμβάσματα από μετανάστες σε Αμερική και Δυτική Ευρώπη. Άλλες βασικές ενασχολήσεις που πρόσφεραν εισόδημα παλαιότερα είναι η σηροτροφία, η υλοτομία δασών, η σιδηρουργία, η παραγωγή κρασιού και τσίπουρου και τέλος η βιοτεχνία τραγόμαλλου.
Οι περισσότερες καλλιέργειες βρίσκονται λίγο έξω από τον οικισμό, δίπλα στον περιφερειακό δρόμο που καταλήγει στο νεκροταφείο του οικισμού, όπου υπάρχουν ελεύθεροι χώροι για τέτοια χρήση. Ως επί το πλείστον είναι μικρές καλλιέργειες , καθώς κύριος στόχος ήταν η κάλυψη των αναγκών του οικισμού και έπειτα η διάθεση των προϊόντων στο ευρύτερο εμπόριο.
Τα μαντριά εντοπίζονται κυρίως στη βόρεια και δυτική πλευρά του οικισμού, στην είσοδο του οικισμού και στους πρόποδες του βράχου αντίστοιχα.