Ελληνόπυργος (Τμήμα Β)

Αξονομετρική Τομή κτηρίου 72

Αξονομετρική Τομή Νοτιοανατολική όψη κτηρίου Πόρτα εισόδου Σύστημα δοκών-πατώματος Λεπτομέρεια ανοίγματος

Το συγκεκριμένο κτήριο (72) αποτελεί σημαντικό παράδειγμα, καθώς συγκεντρώνει πλήθος στοιχείων για την ανάλυση και κατανόηση της λογικής του δομικού συστήματος, στο οποίο στηρίζεται το κύριο μέρος του οικισμού.

Αρχικά, όμως, να αναφερθούμε στην πιο απλή λογική κατασκευής στο δομικό τομέα, που αφορά στον τρόπο διάρθρωσης των μελών του φέροντα οργανισμού και είναι αυτή της απλής έδρασης. Πρόκειται για την ιδέα που βρήκε εκτενή εφαρμογή και έδωσε τη δυνατότητα να κτιστούν πολλά αριστουργήματα της αρχιτεκτονικής σε διεθνές επίπεδο.

Σε αυτό το σημείο είναι σκόπιμο, να δώσουμε τον ορισμό του φέροντα οργανισμού ο οποίος είναι: το σύνολο των κατακόρυφων και οριζόντιων δομικών στοιχείων ενός κτίσματος, που φέρουν τα μόνιμα και τα ωφέλιμα φορτία του, και τα μεταβιβάζουν στη γη, αυτό δηλαδή το σύνολο φορέων, που συγκροτεί τον βασικό κορμό του κτίσματος και τον σχηματοποιεί στο χώρο ανάλογα με το σύστημα δομής και το βασικό υλικό που χρησιμοποιείται. Στην περίπτωση μελέτης μας, το κυρίαρχο δομικό σύστημα που συναντάμε στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική είναι η φέρουσα τοιχοποιία.

Βασικά χαρακτηριστικά της απλής έδρασης είναι ότι τα δομικά μέλη των κατασκευών μπορούν, ανάλογα με τον τρόπο σύνδεσης και τοποθέτησής τους, να αποδώσουν πολλές αρχιτεκτονικές μορφές. Είτε έχουμε απευθείας έδραση μεταξύ των δομικών μελών, είτε διαχωρίζονται με αρμούς έδρασης ή ώθησης, το αποτέλεσμα της κατασκευής είναι μορφολογικά άρτιο και εκλεπτυσμένο ανάλογα με τη χρονολογία του.

Στατικά άρτιο, επίσης, καθώς οι κατασκευές αυτές λειτουργούν με το ίδιο βάρος τους και την ανάπτυξη τριβής και οι τάσεις, που αναλαμβάνουν τα επιμέρους στοιχεία είναι θλιπτικές και καμπτικές, που απορροφώνται από το σύνολο της κατασκευής. Τα δομικά μέλη έχουν την ιδιαιτερότητα ότι ενεργούν ταυτόχρονα ως φέροντα και φερόμενα.

Επομένως, στην περίπτωση του κτηρίου 72, παρατηρούμε ότι η φέρουσα τοιχοποιία είναι αυτή που στηρίζει την κατασκευή και φέρει όλα τα φορτία της ανωδομής. Χαρακτηριστική είναι η μείωση του πάχους των περιμετρικών και εσωτερικών τοίχων, στους ορόφους. Αυτό συμβαίνει για την ελάφρυνση της κατασκευής. Το πάχος της ξεκινά από 0,90 μ. χαμηλότερα και φτάνει στο ανώτερο επίπεδο το 0,50 μ. ενώ σε όλο το ύψος περιτρέχεται από ξυλοδεσιές.

Στην ελάφρυνση της κατασκευής, συναντάμε από το πεδίο των τοξωτών κατασκευών,  τα ανακουφιστικά τόξα, που είναι λίθινα τόξα ¨χωνευτά¨ στην τοιχοποιία με βασικό στατικό ρόλο να αυξήσουν την αντοχή των φερόντων τοίχων. Εφαρμόζονται στην περίπτωσή μας, κυρίως πάνω από ανοίγματα θυρών και παραθύρων για να ανακουφίσουν τις τάσεις που συγκεντρώνονται στο σημείο, που η τοιχοποιία δεν είναι συμπαγής. Επίσης, δεν προεξέχουν αυτής και μπορεί να είναι εμφανή ή καλυμμένα με κονίαμα.

Στο εσωτερικό του κτηρίου, ο διαχωρισμός των επιπέδων γίνεται οριζόντια, με πάτωμα αποτελούμενο από ξύλινες δοκούς. Δημιουργείται ένα σύστημα από βασικά δοκάρια – συνήθως φυσικούς κορμούς δέντρων – που τρέχουν στη μακριά πλευρά των φατνωμάτων ανά 1 περίπου μέτρο. Πάνω σε αυτά και σε κάθετη σχέση,  τοποθετείται καρφωτά σανίδωμα με διατομή ανά σανίδα περίπου 0,12 μ.

Η διαμερισματοποίηση των εσωτερικών χώρων, γίνεται με χαρακτηριστικούς στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική ξύλινους τοίχους, που είναι γνωστοί ως ¨μπαγδατί¨. Πρόκειται για μια πλέξη ουσιαστικά από λεπτά ξύλινα στοιχεία, που συνήθως φέρουν επίχρισμα. Είναι ιδανική λύση κατασκευαστικά, καθώς δεν επιβαρύνει το ξύλινο πάτωμα με πολλά φορτία.

Όσο αφορά την οργάνωση των χώρων, ο πιο συνηθισμένος τύπος παραδοσιακού κτηρίου περιλαμβάνει τρείς στάθμες. Στην πρώτη στάθμη , χωροθετούνται όλες οι βοηθητικές λειτουργίες της κατοικίας (κουζίνα, χώρος φύλαξης των ζώων, αποθηκευτικοί χώροι κτλ), ενώ στη δεύτερη και Τρίτη στάθμη οργανώνονται οι χώροι διημέρευσης των ιδιοκτητών. του, που συνήθως έχουν και κτιστά στην τοιχοποιία τζάκια.

Συνήθως, η πρώτη στάθμη αποτελείται από τρείς χώρους, ισόγειους ή ημιυπόγειους. Σπάνια, όπως για παράδειγμα στο συγκεκριμένο κτήριο, παρατηρείται οι χώροι αυτοί να είναι υπόγειοι.

Στο ανώτερο σημείο της κατασκευής συναντάμε τη στέγη η οποία εδράζεται πάνω στη φέρουσα τοιχοποιία. Συνήθως είναι τετράριχτες και αποτελούνται από τα ζευκτά (αμείβοντες, ελκυστήρες, ορθοστάτες) , τις τεγίδες και τα πηχάκια.

Η εσωτερική πλευρά των τοίχων στους ορόφους είναι σχεδόν πάντα επιχρισμένη με σοβά, πράγμα που δεν ισχύει απαραίτητα και για το κατώι. 

Στα παραδοσιακά κτίρια του Ελληνόπυργου, τα ανοίγματα και των δύο επιπέδων τοποθετούνται στοιχισμένα στον ίδιο άξονα, για την καλύτερη κατανομή των φορτίων της τοιχοποιίας. Τα κουφώματα είναι ξύλινα και η κάσα τους ενσωματώνεται στην τοιχοποιία.

Φυσικά, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι τα περισσότερα κτήρια έχουν προκύψει από συνεχείς αλλαγές, προσθήκες και επεμβάσεις, οι οποίες βέβαια ακολουθούν πάντα τους ίδιους κανόνες. Έτσι, δημιουργείται μία συνολική εικόνα στον οικισμό, η οποία όμως αποτελείται από μοναδικά κτήρια, με λύσεις προσαρμοσμένες στο εκάστοτε πρόβλημα.