Στον οικισμό της Ραχούλας συναντήσαμε ευρεία χρήση δύο βασικών υλικών δόμησης των εξωτερικών φερόντων τοίχων των κτηρίων, την πέτρα και τα άψητα τούβλα, τα πλιθιά.
Οι εξωτερικοί τοίχοι αποτελούνται από οριζόντιες στρώσεις πέτρας πάχους 1–1,5 μ. ανάμεσα στις οποίες τοποθετούνται ξύλα που τις συγκρατούν περιμετρικά της κατασκευής, με το σύστημα της ξυλοδεσιάς. Η εξωτερική και η εσωτερική παρειά του τοίχου ανάλογα με το πάχος του μπορεί είναι σε επαφή (πάχος 40-50 εκ). είτε να παρεμβάλλεται γέμισμα από μικρότερους ανεπεξέργαστους λίθους και κονίαμα (πάχος 60-80 εκ).
Οι λιθοδομές είναι αργές ενώ το κονίαμα σύνδεσης διαφέρει ανάλογα με την ποιότητα και τη χρονολογία της κατασκευής. Κατασκευές όπως αναλειμματικοί τοίχοι και πεζούλια, χτίζονται χωρίς συνδετικό κονίαμα. Στην πλειοψηφία των κτισμάτων που διατηρούν την παραδοσιακή τεχνική η σύνδεση των λίθων γίνεται με λάσπη από τοπικό χώμα. Σε μεταγενέστερα κτήρια, των τελευταίων 50 χρόνων, το συνδετικό κονίαμα είναι από τσιμέντο.
Οι πέτρες που χρησιμοποιούνται προέρχονται από την γύρω περιοχή και μπορεί να είναι λιγότερο, ή περισσότερο επεξεργασμένες ανάλογα με την επιμέλεια της κατασκευής, αλλά και την θέση τους στην λιθοδομή, όπως συνβαίνει στις γωνίες και εκατέρωθεν των ανοιγμάτων. Συγκεκριμένα, τα αγκωνάρια στις γωνίες των κτισμάτων, ενώ πάντα έιναι λαξευμένα με μεγαλύτερη φροντίδα, σε ορισμένες περιπτώσεις παρουσιάζουν και ιδιαίτερα διακοσμημένα ανάγλυφες παραστάσεις. Μεγάλη σημασία δίνεται λοιπόν στη διαμόρφωση της γωνίας, όπου οι λαξευμένοι γωνιόλιθοι μεγάλου μεγέθους τοποθετούνται έτσι ώστε να υπάρχει συμπλοκή.
Το σύνηθες επίχρισμα των παραδοσιακών κατασκευών είναι το ασβεστοκονίαμα τόσο για τους εσωτερικούς, όσο και για τους εξωτερικούς τοίχους. Σε μεταγενέστερες επεμβάσεις έχουμε την αντικατάστασή του από τσιμεντοκονιάματα τα οποία είτε χρησιμοποιούνται για το αρμολόγημα των λίθων, συνήθως με παχύ πλαίσιο, είτε την ολικής επικάλυψη της εξωτερικής όψης με αυτά. Στην περίπωση αυτή τα περισσότερο επιμελημένα τσιμεντοκονιάματα περνούν από ειδική επεξεργασία για την δημιουργία ανάγλυφης όψης με τον τονισμό των αρμών της λιθοδομής.
Οι πλίθρες παρασκευάζονταν επί τόπου με μίγμα από λάσπη και άχυρα για ενίσχυση, το οποίο το τοποθετούσαν σε καλούπια και το άφηναν να ξεραθεί. Οι τοιχοποιίες από ωμόπλινθους με την σειρά τους αποκτούν επίσης μεγαλύτερη αντοχή σε οριζόντιες καταπονήσεις μέσω του περιμετρικά ενταγμένου στην κατασκευή συστήματος των ξυλοδεσιών.
Χωρίς να μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι με βάση τα στοιχεία που συλλέξαμε, οι πλίθινες τοιχοποιίες δεν ήταν πάντα επιχρισμένες. 'Αλλωστε, οι τοιχοποιίες από ωμόπλινθους γνωρίζουμε ότι διαθέτουν αξιόλογη αντοχή στις καιρικές συνθήκες, καθώς κινδυνέυουν μονάχα από την αυξανόμενη υγρασία του εδάφους, οπότε ειδικά σε βοηθητικούς χώρους η αποφυγή επιχρίσματος κρίνεται πιθανή. Όπως διαπιστώσαμε δε, η θεμελίωση των πλιθόκτιστων κτηρίων είναι πέτρινη με την βάση συνήθως να ανέρχεται 50-100 εκ. από την στάθμη του εδάφους, κάτι που περιορίζει την ανερχόμενη υγρασία που θα μπορούσε να επιβαρύνει τις πλίθρες.