Στα ανοίγματα τοποθετείται ένα εξωτερικό πλαίσιο περιμετρικά, από λαξευτό πωρόλιθο. Οι πέτρες αυτές ονομάζονται πελέκια ή ρουκούνια και τοποθετούνται με τρόπο τέτοιο ώστε να δημιουργούν ανοιχτό φάλτσο προς το εσωτερικό, ώστε το κούφωμα να ανοίγει διάπλατα. Συχνά γίνεται χρήση υλικών από τα τείχη.
Τα υπέρθυρα αποτελούνται από οριζόντια μονολιθικά πρέκια, είτε από ξύλα μεγάλης αντοχής. Διακρίνουμε, επίσης, τοξωτά υπέρθυρα ή ανακουφιστικά τρίγωνα, τα οποία μεταφέρουν τα υπερκείμενα φορτία στην τοιχοποιία, εκατέρωθεν του ανοίγματος.
Στην εσωτερική όψη των υπέρθυρων, πιο συχνή είναι η χρήση δύο ή τριών ξύλων εγκιβωτισμένων στην τοιχοποιία αλλά και χαμηλωμένων τόξων. Υπάρχουν περιπτώσεις που τοποθετείται ενιαίος μονόλιθος, ο οποίος εκτείνεται από την εξωτερική έως την εσωτερική παρειά.
Για το κατώφλι χρησιμοποιούνταν δύο ή τρεις πέτρες.
Συχνά, κατά τη διαμόρφωση του ανοίγματος, προβλέπεται η δημιουργία μιας εσοχής στην εσωτερική παρειά, με σκοπό να τοποθετηθεί το κούφωμα.
Υπάρχουν, επίσης, κάποια ανοίγματα πολύ μικρών διαστάσεων (20x25) συνήθως σε υψηλό σημείο (σμαγδάλια), των οποίων οι παρειές διευρύνονται προς τα μέσα ώστε να εισχωρήσει περισσότερο φυσικό φως. Πιθανώς να λειτουργούν και για την απαγωγή του θερμού αέρα. Κάποια από αυτά τα ανοίγματα δημιουργήθηκαν από ξύλινες σκαλωσιές για την οικοδόμηση του ορόφου, παραμένοντας ακάλυπτα και μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής.
Τέλος, παρατηρείται μια προεξοχή από σχιστόπλακες πάνω από τα υπέρθυρα (κορνιζάκι), για την απορροή των ομβρίων.