Στον οικισμό της Πολυρρήνιας οι φούρνοι είναι αρκετοί και ποικίλουν σε μέγεθος (ανάλογα με το μέγεθος του σπιτιού), καθώς ήταν απολύτως αναγκαίοι τόσο για την παρασκευή τροφής, όσο και για τη θέρμανση του κτηρίου. Βρίσκονται είτε εσωτερικά είτε εξωτερικά της κατοικίας και συχνά τοποθετούνται σε σημεία όπου ο τοίχος έχει μεγαλύτερο πάχος, δημιουργώντας έτσι εξοχή (ως και 1,5 μέτρα) στην εξωτερική όψη της τοιχοποιίας. Δομούνται από λίθους, συνήθως με επιχρισμάτωση (σώζωνται ίχνη επιχρίσματος σε αρκετές περιπτώσεις φούρνων) ενώ εσωτερικά διαμορφώνονται πλίνθινα τοιχώματα κάτοψης ημιέλλειπτικού σχήματος με την τεχνική του "ψαροκόκκαλου". Δίπλα από τους φούρνους φαίνεται να υπάρχουν προεξέχοντες πάγκοι για την τοποθέτηση μαγειρικών σκευών ή υλικών και θυρίδες από τις οποίες, όταν ο φούρνος χρησιμοποιείται, περνά ο θερμός αέρας και ζεσταίνει το χώρο.
Παρατίθεται χαρακτηριστική μαντινάδα σχετικά με την κατασκευή παραδοσιακών φούρνων/τζακιών:
Το τζάκι απαραίτητο ήταν σε κάθε σπίτι
γι'αυτό και εφροντίζανε να μην τος εξελείπει!
Να 'χουνε να ζεσταίνουνται μα κα να μαγερεύγουν
και κάθε λίγο στο βουνό έβγαιναν να γυρεύγουν
ασπαλαθόριζες χοντρές, πρίνους και αργουλίδια
αχινοπόδια κακι ξερούς θύμους κι ανελαμπίδια.
...
Καλούς μαστόρους ήθελε για να χτιστεί το τζάκι
να μη μπουκώνει και πλαντάς μέσα στο μουτουπάκι. (1)
Κι' ολόκληρο το πόρτεγο (2) να καπνοντουμανιάζει
άμα στρουφίζει ο βοράς και ο καιρός αλλάζει.
Καλλίγραμμα και σμιλευτά, πετροπελεκημένα
ήτανε τα ρουκούνια (3) ντου, ομορφοστοιχισμένα
(και τα απανωδένανε, καμαρωγυρισμένα).
Ήταν στολίδι ομορφιάς, τεχνονοημοσύνης
και λίγοι αναλάβαιναν δουλειές τέτοιας ευθύνης.
Έπρεπε να 'σαι μάστορας, μηχανικός, τεχνίτης
και αρχιτέκτων έμπειρος, αλλιώς καλιά να λείπεις.
...
Την παραθιά (4) την χτίζανε με πλάκες να μη σπάνε
να μη ραγίζουν στη φωτιά και να θρουλωμαδάνε.
Κοκκινοξυγκοχώματα πυραντοχής μαλάζαν
και φτιάχναν τον πυρόμαχο αφού τον εγωνιάζαν.
Χτίζαν και παραπέζουλα με δυό πετροθυρίδια
να βάνουνε το λαδικό και μικροχριασίδια
που χρησιμοποιούσανε στα μαγειρέματά τους
και εύκαιρα τα θέλανε να τά 'χουνε κοντά τους.
Ένα φαρδύ τζακόπανο, λινάτσα ασβεστωμένη
είχαν στο ράφι του τζακιού 'ποκάτω κρεμασμένη
(να εμποδιάζει τον καπνό να μη πισωγιαργαίνει).
Μια σιντερομαχιά χοντρή, τρεις πιθαμές μεγάλη
και ένα τσέρκι στρογγυλό να στένουν το τσικάλι
το πηλινομολυβδωτό με τα μικρά αυτάκια
και τα τζιγκοπερτσινωτά, απάλαφρα καπάκια.
Είχανε απαραίτητα κι ένα καλαμουκάλι
πού 'χαν τσι μεσοσπόνδυλους απ' την κοιλιά ντου βγάλει
για να φυσούν τα κούτσουρα, να μη κοντοσιμώνουν
να μαλιωτσιβιδίζονται και να αθομπουθιώνουν.
Μιάμιση δυό οργιές ψηλά μέσα στην καμινάδα
δυό ξύλα στερεώνανε και κάναν ντα κοντάδα.
Απ' αργουλίδα ριζιμιά ή αγριοπρινάρι
για να αντέχει στην πυρά, φωτιά να μην τους πάρει.
Για να κρεμούν λουκάνικα, απάκια, χοιρομέρια
όπου πιτιδοφτιάνανε των γυναικών τα χέρια.
Και να λιποστεγνώσουνε, να αργοκαπνιστούνε,
για να τα συντηρήσουνε μέχρι να φαγωθούνε.
...
ΠΗΓΗ: http://diamantakis-arxontakis.blogspot.gr/2014/11/blog-post_28.html
(1) μουτουπάκι = κουζίνα
(2) πόρτεγο = μεγάλο δωμάτιο, χώρος στην είσοδο του σπιτιού, για όλες τις χρήσεις
(3) ρουκούνια = λαξευτά αγκωνάρια
(4) παραθιά (αλλιώς παραστιά ή παρασιά) = ήταν φτιαγμένη από δύο παράλληλες ορθογώνιες πέτρες μεταξύ των οποίων έμπαιναν τα ξύλα, έστηναν τη φωτιά και ακουμπούσαν το σκεύος πάνω για μαγείρεμα