Τα πατώματα του οικισμού κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες ανάλογα με τον τύπο της κατοικίας. Η πρώτη κατηγορία αφορά τα μονόροφα κτίσματα στα οποία το πάτωμα διαμορφώνεται σε σχέση με το έδαφος, ενώ η δεύτερη αφορά διώροφες κατοικίες όπου το πάτωμα διαχωρίζει το ανώι από το κατώι και στηρίζεται σε καμάρα. Αν η μικρή διάσταση του χώρου δεν υπερβαίνει τα 2.5-3 m, τα φέροντα δοκάρια στηρίζονται στους μακρείς τοίχους της κάτοψης ενώ για ανοίγματα έδρασης άνω των 3 m παρεμβάλεται ενδιάμεσα είτε λίθινο τόξο, η λεγόμενη ‘’καμάρα’’, είτε ενδιάμεσος εσωτερικός τοίχος.
Στην πρώτη περίπτωση το πάτωμα γίνεται από χώμα, ανακατεμένο όμως με κοπριά από βόδια, τη βουτσά. Το χωμάτινο αυτό δάπεδο του κατωγιού περνιόταν με μείγμα από ασβέστη, άμμο και παρτσελώνα (ηφαιστειακή γη με υδραυλικές ιδιότητες). Ο χώρος που έρχεται σε άμεση επαφή με το πάτωμα αυτό είναι το κατώι του οποίου η χρήση είναι κυρίως για αποθήκευση και σταύληση.
Στην δευτερη περίπτωση το πάτωμα είναι συνθετότερη κατασκευή. Ο φέρων οργανισμός του είναι τα δοκάρια, οι λεγόμενες τράβες, και τα μεσοδόκια. Τα μεσοδόκια χρησιμοποιούνται για να μειώσουν το άνοιγμα των δοκαριών και να ανακουφίσουν όλη την κατασκευή από τα φορτία του δώματος. Είναι χοντροί κορμοί δέντρων ορθογωνικής ή κυκλικής διατομής και στηρίζονται στις ’φωλιάστρες’’ ή ‘’μεσοδοκιές’’ ή ‘’δοκοφωλιές’’ που στηρίζονται στους δύο απέναντι τοίχους, με τη βοήθεια μικρών εσοχών στην τοιχοποιία. Πάνω από τα μεσοδόκια τοποθετούνται τα δοκάρια, που είναι χοντρά κλαδιά ή κορμοί με διάμετρο 10-20 εκατοστών και μήκος 2,50-3,00 μέτρων. Τοποθετούνται σε απόσταση 20-40 εκατοστών. Οι άκρες όλων των ξύλων καίγονται μέχρι να καρβουνιάσουν, για να μη σαπίζουν. Τα δοκάρια και τα μεσοδόκια είναι συνήθως από σκληρό, ακατέργαστο ξύλο, όπως αυτό του κυπαρισσιού. Πάνω από τα δοκάρια μπαίνουν τα φιαλώματα ή προφίλια, που είναι σχίζες, δηλαδή κλωνιά δέντρων, διατομής 5 -10 εκατοστών και ποικίλου μήκους, οι οποίες καλύπτουν τα κενά των δοκαριών. Η τελική επιφάνεια δημιουργείται από μια στρώση πεπιεσμένου αχύρου και χώματος τα οποία τοποθετούνται ώστε να καλύπτουν το κενό μεταξύ των στοιχείων για να μην υπάρχει απώλεια θερμότητας, ενώ ταυτόχρονα να εξασφαλίζεται η στεγάνωση.