Μελετώντας τα παραδοσιακά κτίσματα του οικισμού πιο προσεκτικά παρατηρήσαμε μια συνέχεια στην παθολογία τους. Κατά κύριο λόγο αλλοιώσεις και φθορές, άλλοτε πιο έντονες και άλλοτε πιο μικρής σημασίας , συναντήσαμε σε τρία βασικά δομικά στοιχεία αυτά της στέγης της τοιχοποιίας και των κουφωμάτων . Αναλυτικότερα σε αρκετά σπίτια εντοπίστηκαν στέγες με εμφανή ζημίες λόγω εγκατάλειψης ή κακής/ελλιπής συντήρησης τους μέσα στον χρόνο. Δεν είναι λίγες οι φορές που είτε λόγω υγρασίας είτε εντόμων είτε αστοχίας η στέγη είχε καταρρεύσει ή τα ξύλινα δοκάρια είχαν μερικώς καταστραφεί δημιουργώντας την αίσθηση ανασφάλειας (μεγάλα βέλη κάμψης, σπασίματα) . Μάλιστα μετά από μαρτυρίες κάτοικων μάθαμε πως σπίτια στην κορυφή του οικισμού είχαν πληγεί και από κεραυνούς, γεγονός που οδήγησε στην ολική καταστροφή της στέγης. Μια ακόμη κατασκευή που παρουσίασε φθορά σε πολλά κτίσματα ήταν αυτή της επικάλυψης της στέγης. Πρόκειται για κατασκευή με καλάμια προσαρτημένα στον ξύλινο φορέα της στέγης με κονίαμα ανάμεσα στα κενά πάνω στα οποία έπειτα τοποθετούνται τα κεραμίδια. Με το χρόνο το κονίαμα αυτό αλλοιώνεται και τρίβεται αφήνοντας μόνο τα καλάμια εκτεθειμένα. Σε κτίσματα όπου υπήρξαν προσπάθειες συντήρησης κατά κύριο λόγο τα ξύλινα δοκάρια είχαν αντικατασταθεί ή εξυγιανθεί και είχε τοποθετηθεί πέτσωμα με σανίδες αντί για καλάμια.
Ωστόσο μέρος αυτών των προσπαθειών συντήρησης των παραδοσιακών κτισμάτων ήταν και η εξυγίανση των όψεων με διάφορους τρόπους. Έτσι για να αναλυθεί η παθολογία τους τα χωρίσαμε σε δύο βασικές κατηγορίες α) αυτά που έχουν κρατήσει την πέτρα εμφανή β) αυτά που έχουν επίχρισμα στην όψη. Για την πρώτη κατηγορία ξεκινώντας από τι πιο έντονες φθορές παρατηρήθηκε αποκόλληση ορισμένων σημείων του τοίχου ιδίως σε κατασκευές που τα συνδετικά κονιάματα με τον καιρό είχαν αποκολληθεί από την κατασκευή. Πιο συχνά παρατηρήθηκε έντονη ρηγμάτωση κυρίως σε περιοχές όπου πολλά υλικά εφάπτονται μεταξύ τους, όπως ήταν τα ανοίγματα. Τέτοιες ρωγμές οδηγούσαν πολλές φορές στην αποκόλληση στοιχείων με αποτέλεσμα να φαίνεται η στήριξη του παραθύρου. Στις όψεις όπου η πέτρα είχε καλυφθεί η πιο συχνή αλλοίωση ήταν στο υλικό του επιχρίσματος-σοβά. Εξωτερικοί παράγοντες όπως οι καιρικές συνθήκες ή και εσωτερικοί, λόγου χάρη η χρήση του χώρου, είχα οδηγήσει στην ανάπτυξη μούχλας που έφθειρε σιγά σιγά τα κονιάματα οδηγώντας σε ρηγμάτωση και αποκόλληση μέρους του κονιάματος.
Τέλος η πιο συχνή φθορά ήταν στα ξύλινα κουφώματα γεγονός που γίνεται άμεσα αντιληπτό και από το ότι πολλοί κάτοικοι είχαν αντικαταστήσει τα παλιά παραδοσιακά με σύγχρονα αλουμινίου. Καθώς το ξύλο χωρίς σωστή συντήρηση έχει πολλούς εχθρούς (καιρικές συνθήκες, υγρασία, σαράκι ) πολλά παραθυρόφυλλα είχαν φουσκώσει, σαπίσει ή έλλειπαν εντελώς από την κατασκευή. Έτσι έμεναν εκτεθειμένα σιδερένια στοιχεία (όπως μεντεσέδες, μασκουλα, μάνταλα ) με αποτέλεσμα να σκουριάζουν και να καθίσταται δύσκολη η παράχρηση τους. Επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν εμφανές το βέλος κάμψης που είχε δημιουργηθεί στο πρέκι του παραθύρου από το συνεχές φορτίο που του ασκούνταν.