Το αρχοντικό της οικογένειας Ιωαννίδη βρίσκεται στο κεντρικότερο σημείο του χωριού και στέκεται επιβλητικά ακριβώς επάνω από την κεντρική πλατεία με προσανατολισμό σχεδόν Β-Ν και βασική όψη προς αυτή. Κτίστηκε το 1876 και διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Πλέον, κατοικείται περιστασιακά, παρόλα αυτά ήδη έχουν αρχίσει οι διαδικασίες μετατροπής του σε μουσείο, κατέχοντας εξαιρετικά εκθέματα για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τη ζωή στο σπίτι.
Ο όγκος του κτηρίου είναι απλός, αυστηρός και απόλυτα γεωμετρικός με την κάτοψη να έχει σχήμα τετραγώνου με εξωτερικές διαστάσεις 13*13 μ. και το γενικότερο ύφος να είναι ιδιαίτερα βαρύ, χαρακτηριστικό των ζαγορίσιων κτισμάτων. Την σημερινή του μορφή συμπληρώνουν πρόσθετες λιθόκτιστες κατασκευές στη δυτική πλευρά που έγιναν την δεκαετία του 1970 και περιλαμβάνουν βοηθητικούς χώρους και ημιυπαίθριο χώρο στην τελευταία στάθμη.
Αποτελείται από τρία επίπεδα και καλύπτεται από τετράριχτη στέγη με επικάλυψη από σχιστόπλακες, ακολουθώντας την τυπική μορφή και κατασκευή των στεγών του Ζαγορίου.
Το κτίσμα προσαρμόζεται στην φυσική κλίση του εδάφους, παραλαμβάνοντας την υψομετρική διαφορά με το ισόγειο της νότιας πλευράς να αποτελεί υπόγειο για την αντίθετή της. Η επίσημη είσοδος στη κατοικία γίνεται από την μεριά του δημόσιου δρόμου, από μία δίφυλλη μεγάλη εξώθυρα σε ένα μικρό χώρο υποδοχής στο μεσοπάτωμα ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο επίπεδο.
Η κάτοψη και των τριών επιπέδων ακολουθεί την ίδια διάταξη των χώρων, με μικρές μόνο εξαιρέσεις που σχετίζονται με την διαφορετική λειτουργία της κάθε στάθμης. Πιο συγκεκριμένα, τυπολογικά, η διάταξη της κάτοψης είναι συμμετρική ως προς τους ορθογωνικούς της άξονες που διέρχονται από το κέντρο του τετραγώνου, με ένα κεντρικό επιμήκη χώρο στον άξονα Β-Ν, την "σάλα". Από αυτόν τον χώρο γίνεται η προσπέλαση στους υπόλοιπους χώρους διαμονής και ύπνου, τους λεγόμενους "οντάδες" οι οποίοι διατάσσονται αντικριστά. Οι λειτουργίες που εξυπηρετεί αυτή η κλειστή σάλα ήταν πολύ σημαντικές για τη ζωή του σπιτιού. Ήταν ουσιαστικά ο χώρος συγκέντρωσης της οικογένειας αλλά και υποδοχής των ξένων. Κατά συνέπεια, ο χώρος αυτός έχει "δημόσιο" χαρακτήρα σε σύγκριση με τα περισσότερο απομονωμένα και "ιδιωτικά" δωμάτια. Στη σάλα δεν συναντάμε τζάκια ή διάφορα ερμάρια εντοιχισμένα. Η βορινή πλευρά του κεντρικού τμήματος των επιπέδων διατίθεται για την κατακόρυφη κίνηση και επικοινωνία των ορόφων, ενώ η νότια αποτελεί τον χώρο συγκέντρωσης ή στην περίπτωση του πρώτου επιπέδου, την έξοδο προς την νότια αυλή. Οι χώροι κοσμούνται με περίτεχνα στοιχεία και ιδιαίτερες ξύλινες επενδύσεις ταβανιών διαφόρων μορφών, καθώς επίσης και ποικιλόμορφα "γύψινα", όσο και ανάγλυφες διακοσμήσεις στα εσωτερικά κουφώματα.
Το χαμηλότερο επίπεδο είναι το πιο απλοποιημένο καθώς περιλαμβάνει χώρους δευτερευόντων χρήσεων και, πιο συγκεκριμένα, αποτελούσε χώρο για τα ζώα με αποθήκες για την τροφή τους. Αποτελείται από τρία δωμάτια και μία πλατιά μεταβατική ζώνη που καταλήγει στο χώρο της κεντρικής εισόδου και έχει τη δυνατότητα να απομονωθεί από αυτόν μέσω μία δίφυλλης ξύλινης πόρτας ανάλογης με αυτή της εισόδου αλλά σε πιο απλοποιημένη μορφή. Ο χώρος αυτός διαθέτει ένα μέρος του σε εσοχή για την αποθήκευση τεμαχισμένων ξύλων προς καύση για την θέρμανση της κατοικίας και σε ένα σημείο του καταλαμβάνει διώροφο ύψος επιτρέποντας το ψηλό βορινό παράθυρο να φωτίσει μερικώς το υποφωτισμένο αυτό επίπεδο και να ορίσει την πορεία προς τους ανώτερους ορόφους.
Το ελεύθερο ύψος στα δωμάτια είναι 2,80 μ. και ανοίγματα βρίσκουμε μόνο στη πλευρά της νότιας όψης ύψους 1,40 μ. με κουφώματα σε μικρή υποχώρηση από το μέτωπο της πρόσοψης.
Ο κεντρικός επιμήκης χώρος σε αυτό το επίπεδο καταλήγει σε μία νότια έξοδο με κλίση του πατώματος για την απορροή των νερών. Το πάτωμα επικαλύπτεται από πέτρινες πλάκες.
Ο πρώτος όροφος ακολουθεί επίσης πιστά την περίμετρο του τετραγώνου και αποτελείται από τέσσερα δωμάτια. Ο όροφος αυτός είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα οθωμανικών επιρροών για τη χειμερινή διαμονή και περιέχει πολύ ιδιαίτερα διακοσμητικά στοιχεία που αφορούν στη ζωή των κατοίκων και τις κοινωνικές τους συναναστροφές. Το ένα δωμάτιο αποτελούσε το χώρο φαγητού και προετοιμασίας του (πλέον ο χώρος της κουζίνας βρίσκεται στη μετέπειτα κτιριακή προσθήκη επικοινωνώντας εσωτερικά με το κτήριο και το δωμάτιο αυτό περιέχει μία μεγάλη τραπεζαρία). Το διπλανό του δωμάτιο λειτούργησε ως ιατρείο γύρω στα 1890 όταν μπήκε γαμπρός στο σπίτι ένας ιατρός. Aκριβώς απέναντι βρίσκεται το "μαντζάτο", ο τυπικός χώρος ύπνου της οικογένειας με τα "μπάσια" (υπερυψωμένη κατασκευή με στρώματα ύπνου που καταλαμβάνει περισσότερο από το 1/3 του δωματίου) και το τζάκι στο μέσο αυτής, το οποίο στο συγκεκριμένο δωμάτιο είναι ιδιαίτερα περίτεχνο με διακοσμητικά ανάγλυφα στοιχεία πάνω στην ξύλινη κατασκευή. Στον βόρειο τοίχο του δωματίου, δίπλα από την πόρτα, κυριαρχεί και η εντυπωσιακή ξύλινη κατασκευή που λέγεται " μουσάντρα" και είναι ντουλάπα. Το πατάρι αυτής της κατασκευής συμβολίζει τον γυναικωνίτη.
Εδώ βρίσκουμε ανοίγματα και στην ανατολική και βόρεια πλευρά με ύψος ίδιο με αυτό του κάτω ορόφου και τα κουφώματα τοποθετούνται σε εσοχή από την εξωτερική παρειά του τοίχου.
Ο δεύτερος και τελευταίος όροφος της κατοικίας διατίθεται για την διαμονή κατά τους θερινούς μήνες και αποτελείται από τέσσερα ευρύχωρα δωμάτια ύπνου. Το βορειοανατολικό δωμάτιο έχει την τυπική διάταξη μαντζάτου με τζάκι. Το ελεύθερο ύψος φτάνει τα 3μ. (το πιο ψηλοτάβανο επίπεδο). Η κεντρική σάλα από την νότια πλευρά καταλήγει σε ξύλινο εξώστη, με επιστέγαση, πλάτους 1μ. και μήκος όσο το πλάτος της σάλας, ο οποίος στηρίζεται σε ξύλινες δοκούς.
Στη σημερινή μορφή του ορόφου, σχετικά με την διάταξη των χώρων, παρατηρούμε πως υπάρχει και ένας ενδιάμεσος μικρός μεταβατικός χώρος μεταξύ των δύο δωματίων στην κάθε πλευρά από τον οποίο γίνεται και η πρόσβαση σε μικρό χώρο μπάνιου.
Αποτελώντας αυτό το επίπεδο τον όροφο καλοκαιρινής διαμονής, τα ανοίγματα είναι πολύ ψηλότερα (1,70μ.), επιτρέποντας το φυσικό φως να εισέλθει σε μεγάλο βαθμό, συγκριτικά με τους κάτω ορόφους, και τον φυσικό δροσισμό. Τα κουφώματα τοποθετούνται στην εξωτερική παρειά του τοίχου και έχουν φεγγίτη, συμβάλλοντας στην εκτόνωση του θερμού αέρα κατά τους θερινούς μήνες.
Τα κουφώματα του κτηρίου (θύρες και παράθυρα) είναι ξύλινα, όπως και τα πατώματα των ορόφων που επικαλύπτονται από τάβλες πλάτους περίπου 0,15μ. Επιχρίσματα φέρουν σχεδόν όλοι οι τοίχοι στο εσωτερικό του κτηρίου, ενώ εξωτερικά παραμένει ανεπίχριστο. Χρωματισμοί υπάρχουν στο εσωτερικό του κτηρίου στα κουφώματα (θύρες και παράθυρα) με ελαιοχρώματα σε αποχρώσεις του γαλάζιου και στην επιφάνεια των επιχρισμένων τοίχων σε απαλούς τόνους.
Σχετικά με το σύστημα κατασκευής, ο φέροντας οργανισμός του κτηρίου αποτελείται από το σύνολο των λίθινων περιμετρικών και εσωτερικών τοίχων του που επιδέχονται κονίαμα. Στο επίπεδο του ισογείου ο εξωτερικός τοίχος έχει πάχος 0,80μ. ενώ στα ανώτερα επίπεδα το πάχος μειώνεται (περίπου 0,75μ. και 0,65μ.) παραλαμβάνοντας την διαφορά από την εσωτερική πλευρά, στην οποία στηρίζονται και οι δοκοί των ξύλινων δαπέδων του πρώτου και δεύτερου ορόφου. Το μικρότερο πάχος στον τελευταίο όροφο δικαιολογείται και από το γεγονός ότι αυτός ενδείκνυται για τους θερινούς μήνες.
Εσωτερικά, στον τρίτο όροφο, εξαιτίας του πάχους των 0,27μ. των εσωτερικών τοίχων πιθανολογείται πως πρόκειται για μία κατασκευή τύπου "νευρομετάλ".
Σχετικά με την κατάσταση του κτηρίου, όπως έχει αναφερθεί το κτίσμα διατηρείται σε άριστη κατάσταση έχοντας λάβει καλή συντήρηση, με ελάχιστα σημεία να μαρτυρούν την διάρκεια του στον χρόνο. Πέρα από μικροφθορές στο χρώμα των εξωτερικών κουφωμάτων, μόνο από την βόρεια και ανατολική πλευρά παρατηρούμε ορισμένες ρωγμές στο επίχρισμα της εξωτερικής τοιχοποιίας, συσσώρευση υγρασίας εσωτερικά σε ελάχιστα σημεία. Συμπεραίνουμε, γενικά, πως το κτήριο επιβαρύνεται από τον βορρά, φαινόμενο λογικό λαμβάνοντας υπόψιν τον προσανατολισμό.
Οι είσοδοι στο οικόπεδο της κατοικίας είναι δύο, μία στη νότια και μία στη βόρεια αυλή και ορίζονται από τις χαρακτηριστικές αυλόπορτες του Ζαγοριού. Στον ελεύθερο χώρο που κοιτά στην πλατεία του χωριού βρίσκουμε την μεγαλύτερη έκταση υπαίθριου χώρου σε δύο εμφανή επίπεδα διαφορετικών στάθμεων που τα χωρίζει ένας ψηλός αναλλειματικός πέτρινος τοίχος· ένα που ορίζεται από πλακόστρωση ακριβώς μπροστά από το κτήριο και ένα με ελεύθερο το έδαφος στο οποίο υπάρχει και η μεγαλοπρεπής υπαίθρια σκάλα. Στην πίσω πλευρά οι αυλές είναι πλακόστρωτες. Το οικόπεδο ορίζεται από ψηλούς μαντρότοιχους.