ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Σε απόσταση 48 χιλ. από τα Ιωάννινα, στους πρόποδες του όρους Τύμφης βρίσκεται το Τσεπέλοβο. Είναι το μεγαλύτερο χωριό του Ζαγορίου με 500 κατοίκους. Το Τσεπέλοβο δημιουργήθηκε στο σημερινό χώρο τον 14ο αιώνα όταν συμπτήθηκαν ο παλαιός οικισμός του Τσεπέλοβο και οι υπάρχοντες μικροί συνοικισμοί που βρισκόταν στον ίδιο χώρο.
Πληθυσμιακά στοιχεία
Έτος Πληθυσμός
Δημογραφική εξέλιξη
1928: 254
1940: 521
1951: 125
1961: 343
1971: 450
1981: 329
1991: 304
2001: 488
2011: 261
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ
Η οικονομική άνθηση των χωριών του Ζαγορίου παρατηρείται κυρίως κατά την περίοδο η οποία είναι γνωστή ως και η περίοδος της ακμής τους, από τα μέσα δηλαδή του 18ου έως τις αρχές του 19ου αιώνα. Την περίοδο αυτή το Ζαγόρι έφθασε σε σημαντική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από την αντίστοιχη των υπόλοιπων περιοχών της Ηπείρου.
Οι συνθήκες ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής στη ζαγορίσια επικράτεια δεν υπήρξαν ποτέ ιδιαίτερα ευνοϊκές. Δυο βασικούς ανασταλτικούς παράγοντες αποτέλεσαν το άγονο έδαφος αλλά και ο περιορισμένης έκτασης γεωργήσιμος τόπος. Τα προβλήματα αυτά οδήγησαν αρκετούς κατοίκους του Ζαγορίου σε προσπάθειες δημιουργίας καλλιεργήσιμων χωραφιών ή αμπελιών με εκχερσώσεις ιδιωτικών δασικών εκτάσεων. Μια άλλη μέθοδος ήταν οι λιθοχτισιές στις πλαγιές βουνών για τη διαμόρφωση εδάφους κατάλληλου για την καλλιέργεια δημητριακών. Ακόμα πιο χαρακτηριστικές όμως είναι οι περιπτώσεις, όπου οι κάτοικοι μερικών χωριών ανοίγουν χωράφια σε διεκδικούμενες περιοχές από γειτονικές κοινότητες, με αποτέλεσμα να ακολουθούν ανάμεσά τους διαφορές και διαμάχες οι οποίες λύνονται συνήθως με το θεσμό της αιρετοκρισίας.
Εκτός από την έλλειψη γεωργήσιμου χώρου η τοπική ακαρπία διαμόρφωνε, σε σημαντικό βαθμό, και τα είδη των καλλιεργειών. Από τη μελέτη των διαθέσιμων στοιχείων για τη σύνθεση των καλλιεργειών, τα οποία προέρχονται κυρίως από εκτιμήσεις του φόρου της δεκάτης, πληροφορίες περιηγητών και εκθέσεις προξένων, προκύπτει ότι τα δημητριακά καλύπτουν σημαντικό μέρος της παραγωγής του Ζαγορίου, αν και όχι το μεγαλύτερο. Το γεγονός αυτό οφείλεται, εκτός των άλλων, στο ότι οι Ζαγορίσιοι χρησιμοποιούσαν τα πιο πλούσια εδάφη για την αμπελουργία, ενώ τα φτωχότερα προορίζονταν για την καλλιέργεια των δημητριακών. Η συνολική παραγωγή των δημητριακών υπολογίζεται ότι επαρκούσε μόνο για το 1/10 περίπου του πληθυσμού, με αποτέλεσμα να καλύπτεται το υπόλοιπο των αναγκών με εισαγωγές.
Αντίθετα, τον κύριο όγκο των καλλιεργειών αποτελούσε η αμπελουργία, αν και το κρασί που παρασκευαζόταν δεν ήταν πάντοτε πολύ καλής ποιότητας. Το γεγονός αυτό οφείλονταν συχνά στην έλλειψη φροντίδας και ενίοτε τεχνογνωσίας κατά τη συλλογή και το πάτημα των σταφυλιών. Παρόλα αυτά, ορισμένα χωριά, όπως το Καπέσοβο, Λιασκοβέτσι, Στολοβό, Μανασσή και Καλουτά παρήγαγαν, σύμφωνα με μαρτυρίες, κρασί εξαιρετικής ποιότητας. Η ετήσια παραγωγή φαίνεται να επαρκούσε για τις τοπικές ανάγκες ενώ συχνά μέρος της προωθούνταν και στα Ιωάννινα. Παράλληλα υπήρχε και παραγωγή ρακιού, το οποίο ήταν πολύ καλής ποιότητας και περιοριζόταν στην τοπική κατανάλωση.
Σημαντικό κομμάτι της αγροτικής παραγωγής αποτελούσαν και οι δεντροκαλλιέργειες. Καλλιεργούνταν καρυδιές, μηλιές, καστανιές και λεπτοκαρυές, με εξέχουσες σε παραγωγή τις κερασιές.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα σημειώνεται αξιοσημείωτη αύξηση της καλλιέργειας της μουριάς, γεγονός που οφείλεται στην ανάπτυξη της σηροτροφίας. Η παραγωγή των κουκουλιών στην περιοχή του Ζαγορίου, κατά την περίοδο που παρουσιάζεται, καλύπτει το 1/10 περίπου της συνολικής παραγωγής της Ηπείρου. Το μεγαλύτερο μέρος τους το μεταποιούσαν σε μορφή ακατέργαστου μεταξιού. Από αυτό μικρό μέρος χρησιμοποιούνταν για την εξυπηρέτηση των τοπικών αναγκών, δεδομένου ότι δεν υπήρχε τοπικό νηματουργείο, ενώ το υπόλοιπο εξαγόταν σε Αυστρία, Γαλλία και Ιταλία.
Ένας επιπλέον τομέας της αγροτικής παραγωγής ήταν η δασοκομία. ‘’Τα προϊόντα της δασοκομίας χωρίζονταν σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: α) οικοδομική ξυλεία β) καύσιμη ξυλεία και ξυλοκάρβουνο γ) δαδί και ρετσίνι δ) βελανίδια για βυρσοδεψική χρήση’’[2]. Από τα παραπάνω, μόνο τα βελανίδια εξάγονταν ενώ τα υπόλοιπα απορροφούνταν από τις ανάγκες των Ζαγορισίων.
Σε κοινότητες στις οποίες οι δασικές εκτάσεις είναι περιορισμένες, λαμβάνονταν συχνά μέτρα για τον περιορισμό της αυξανόμενης αποδάσωσης, είτε λόγω της κτηνοτροφίας είτε λόγω της παράνομης υλοτομίας. Ένα από τα μέτρα αποτελούσε η φύλαξη των κοινοτικών ή ιδιωτικών δασών, καθώς επίσης και των καλλιεργειών, για την οποία η κάθε κοινότητα προσελάμβανε έναν ή και δυο δραγάτες.
Στον τομέα της κτηνοτροφίας υπήρχε μεγάλη ανάπτυξη. Κάθε οικογένεια συντηρούσε κάποια γιδοπρόβατα, συχνά και ένα ή δυο αγελάδες. Το ισχύον καθεστώς δεν επέτρεπε στο διατηρούμενο δυναμικό ζώων να υπερβαίνει τις δυνατότητες των βοσκήσιμων γαιών της οικογένειας, ενώ τη βοσκή των κοπαδιών την ανέθεταν συχνά σε τσοπάνους, τους γιδάρη και γελαδάρη, έναντι αμοιβής η οποία ορίζονταν με ιδιωτικό συμφωνητικό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως και στην περίπτωση των καλλιεργήσιμων γαιών, παρατηρείται και στενότητα βοσκήσιμων εκτάσεων. Οι κοινότητες προσπαθούν να διευρύνουν τις ωφέλιμες εκτάσεις είτε με την πρώιμη είτε με την όψιμη σπορά δημητριακών. Πολύ συχνά, κάποιες κοινότητες αναγκάζονται να νοικιάσουν ένα μέρος από τα βοσκοτόπια τους προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες των φορολογικών τους βαρών. Ενοικιαστές είναι συνήθως τοπικοί παράγοντες, τόσο του κλήρου όσο και του προεστικού στοιχείου, οι οποίοι δείχνουν ενδιαφέρον για τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Ακόμα και στις περιπτώσεις ενοικιάσεως των γαιών τους, οι κοινότητες συνεχίζουν να περιορίζουν ένα μέρος των αιγοπροβάτων και των γελαδιών σε αυτές, θέτοντας αντίστοιχους όρους στο συμφωνητικό ενοικίασης. Πιο συγκεκριμένα, στο Τσεπέλοβο κατείχαν μεγάλες ιδιόκτητες εκτάσεις στον ορεινό όγκο της Τύμφης, τις οποίες νοίκιαζαν κατά τους θερινούς μήνες για τη βοσκή αιγοπροβάτων, αποκομίζοντας αξιοσημείωτα χρηματικά ποσά, τα οποία ονομάζονταν ‘’ιράτια του βουνού’’.
Παρόλο που οι βασικοί εκφραστές της νομαδικής κτηνοτροφίας στην περιοχή θεωρούνται οι βλάχοι, εντούτοις στοιχεία μαρτυρούν ότι ως και τα τέλη του 19ου αιώνα αυτοί δεν αποτελούν τους ενοικιαστές των εν λόγω βοσκοτόπων. Επίσης συχνά ως ενδιαφερόμενοι εμφανίζονται και κτηνοτρόφοι από τα πεδινά χωριά της Ηπείρου. Η παράδοση της ενοικίασης αυτών των βοσκοτόπων από τους τοπικούς παράγοντες, με το προεστικό στοιχείο να κατέχει τη μερίδα του λέοντος, διακόπτεται με την πτώση του Αλή Πασά κατά την περίοδο που εκδηλώνεται και η Ελληνική Επανάσταση. Την περίοδο αυτή, για τουλάχιστον μια δεκαετία (1822-1831), παρατηρείται ότι ανάμεσα στους ενοικιαστές των βοσκοτόπων συγκαταλέγονται και Οθωμανοί αξιωματούχοι.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα έως και την απελευθέρωση (1912) οι βοσκήσιμες περιοχές, τόσο ορεινές όσο και πεδινές, νοικιάζονται πλέον από τους βλάχους. Η πρακτική των βλάχων κτηνοτρόφων για τη βοσκή των κοπαδιών τους ήταν να περνούν το καλοκαίρι στα βουνά του Ζαγορίου ενώ το χειμώνα κατέβαιναν στις πεδινές εκτάσεις της Θεσπρωτίας, Πρέβεζας και Άρτας. Αρκετοί δε βοσκοί απέκτησαν, κυρίως μεταξύ του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, ιδιόκτητα σπίτια στις περιοχές όπου κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού έβοσκαν τα κοπάδια τους, ενώ το χειμώνα έμεναν σε καλύβες από άχυρο.
Συμπερασματικά, από τις διαθέσιμες πηγές προκύπτει ότι οι κατηγορίες των κοπαδιών ήταν τρεις, τα κοινοτικά, τα μοναστηριακά και τα βλάχικα. Παρατηρείται δε ότι η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας από τα μέσα του 19ου αιώνα πραγματοποιείται σε βάρος της γεωργίας. Η εκμετάλλευση των γιδοπροβάτων παρήγαγε πολύ σημαντικές ποσότητες τυριού, βουτύρου, μαλλιού και δερμάτων, μεγάλο μέρος των οποίων εξάγονταν στις τοπικές αγορές αλλά και στο εξωτερικό.
Η χαμηλή παραγωγικότητα του αγροτικού τομέα, σε συνδυασμό με τη δημογραφική αύξηση στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, οδήγησαν στην αναζήτηση άλλων τρόπων βιοπορισμού. Παρόλα αυτά, η βιοτεχνική απασχόληση όχι μόνο δεν κυριαρχεί, όπως συμβαίνει σε άλλα χωριά της Ηπείρου, λ.χ. σε Συρράκο και Καλαρρύτες, αλλά είναι αντίθετα αρκετά υποτονική. Τα αίτια του φαινομένου αυτού είναι αφενός η ενασχόληση των γυναικών με τη γεωργία αφετέρου η μετανάστευση των ανδρών, οι οποίοι επιδίδονται κυρίως στο επάγγελμα του φούρναρη, του εμπόρου, του πρακτικού γιατρού, του αγιογράφου, καθώς αυτό του δικηγόρου στην ελεύθερη Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα.
Τα ιστορικά τεκμήρια μας τροφοδοτούν με ελάχιστες πληροφορίες για τη βιοτεχνική δραστηριότητα εντός του Ζαγορίου. Αντίθετα υπάρχουν στοιχεία για ικανοποιητική βιοτεχνική παραγωγή των Ζαγορισίων στην πόλη των Ιωαννίνων, ως μέλη των συντεχνιών των ‘’γουναράδων, χρυσοχόων, τακιαντζήδων, καζάζηδων και ιμπρισιμάδων, συρμακέσηδων και καζαντζήδων’’.
Από τις ελάχιστες μορφές οικοτεχνικής παραγωγής στην οποία επιδίδονταν οι Ζαγορίσιοι είναι η επεξεργασία του ντόπιου μαλλιού, το οποίο χρησίμευε στην ύφανση φανελών και το πλέξιμο καλτσών, ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα θα μπορούσε να συμπεριληφθεί και η διατροφή του μεταξοσκώληκα και το γνέσιμο κίτρινου και άσπρου μεταξιού για την κατασκευή ελαφρών υφασμάτων και πουκαμίσων.
Η εμπορική δραστηριότητα των Ζαγορισίων εμφανίζεται πολύ δυναμική τόσο στην εσωτερική ελλαδική αγορά, κυρίως των Ιωαννίνων, όσο και στις αγορές του εξωτερικού με σημαντικότερη την ευρωπαϊκή.
Γνωρίζουμε ότι πολλοί Ζαγορίσιοι μεγαλέμποροι διατηρούσαν σημαντικούς εμπορικούς οίκους στα Γιάννενα, ιδίως στα τέλη του 18ου - αρχές του 19ου αιώνα, περίοδο ακμής του ελληνικού εμπορίου. Οι Ζαγορίσιοι έμποροι κινούνταν στο πλαίσιο εμπορικών συντροφιών που διηύθυναν τις επιχειρήσεις τους σε σημαντικά εμπορικά κέντρα. Επίσης συχνά ευνοούνταν από το ιδιαίτερα προνομιακό καθεστώς της απαλλαγής τους από την καταβολή φόρου για τις εμπορικές τους δραστηριότητες.
Ανάμεσα στις εμπορικές συντροφιές συγκαταλέγονται αυτές του εμπορίου προβάτων με εξαγωγή στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και του εμπορίου βιβλίου και εγκυκλοπαίδειας που προωθούνταν σε Γιαννιώτες αλλά και Κερκυραίους εμπόρους. Επίσης αναφέρεται το εμπόριο γουναρικών προς τη Μόσχα, τη Ρουμανία και τη Σμύρνη, βαμβακιού προς τη Μασσαλία. Άλλα επαγγέλματα που αναφέρονται είναι οι μερτζάρηδες και τζιαρτζήδες.
Πολλοί Ζαγορίσοι ίδρυσαν εμπορικούς οίκους (ενίοτε και τραπεζικούς) στα Γιάννενα, στις Σέρρες, στο Μαυρονόρος, αλλά και σε Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Βενετία, Τεργέστη, Βουκουρέστι, Μολδαβία, Μόσχα, Λιβόρνο, Βεσσαραβία κ.α. Υπάρχουν δε σημαντικές μαρτυρίες για καραβάνια τα οποία ξεκινούσαν από τη Ντοβρά, δηλ. τους Ασπραγγέλους, και έφθαναν στη Ρουμανία.
Αντίθετα, στο εσωτερικό του Ζαγορίου το εμπόριο είναι αρχικά σχεδόν ανύπαρκτο. Μάλιστα απουσιάζουν οι δυο συνήθεις τύποι περιοδικής αγοράς, η σταθερή εβδομαδιαία αγορά και το εμπορικό πανηγύρι. Η υποκατάστασή τους από τα θρησκευτικά πανηγύρια δεν είναι επαρκής, καθώς σε αυτά δραστηριοποιούνται μόνο μικροπωλητές και πλανόδιοι μικροέμποροι.
Μόνο κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, οπότε και συρρικνώνεται το εμπόριο των Ιωαννίνων, παρατηρείται για πρώτη φορά η εμφάνιση αξιοσημείωτης, έστω και σποραδικής, εμπορικής δραστηριότητας εντός των χωριών του Ζαγορίου, με εμπορικές συντροφιές και καταστήματα να ιδρύονται στο Κουκούλι, στο Πάπιγκο, στο Τσεπέλοβο, στα Άνω Σουδενά κ.α. Σε αυτά καταγράφεται η διακίνηση όλων σχεδόν των προϊόντων του γενικού εμπορίου της εποχής καθώς και η διακίνηση του βιβλίου, έστω και περιορισμένα. Παρόλα αυτά οι μεμονωμένες αυτές περιπτώσεις δεν αναιρούν τη γενική διαπίστωση ότι η εμπορική διακίνηση εντός των ορίων του Ζαγορίου παραμένει αρκετά περιορισμένη έως τα μέσα του 19ου αιώνα.