Το κτήριο ευρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του οικισμού, που αποτελεί την παλαιότερη συνοικία του οικισμού. Το κτήριο χωρίζεται σε δύο κατοικίες, εκ των οποίων στη μία είχαμε πρόσβαση (αριστερό διαμέρισμα).
Αποτελείται από τρία επίπεδα, έχει συνολικό ύψος 7,53 μ. και καλύπτεται από τετράρριχτη ξύλινη στέγη, που έχει ύψος 1,87 μ. Είναι τοποθετημένο και θεμελιωμένο πάνω σε βραχώδες έδαφος και έντονα επικλινές.
Το χαμηλότερο επίπεδο είναι ισόγειο, έχει ορθογώνιο περίγραμμα με επιφάνεια 58 μ2, ελεύθερο ύψος 2,40 μ. και περιλαμβάνει χώρο σταυλισμού ζώων με παχνί και χώρο αποθήκευσης ζωοτροφών με τζάκι, κτισμένο μέσα στην τοιχοποιία. Η είσοδος γίνεται από τη στενή πλευρά της κάτοψης στη νότια πλευρά. Ανάμεσα στους δύο χώρους βρίσκεται κλιμακοστάσιο
Ο όροφος ακολουθεί το γενικό σχήμα του ισογείου, επιφάνεια 58 μ2 , ελεύθερο ύψος 2,18 μ. Ο χώρος, διατηρεί όλα τα παλιά στοιχεία διαμερισματοποίησης, δηλαδή τοίχους μπαγδατί που χωρίζουν την κάτοψη σε δύο δωμάτια εκατέρωθεν του κλιμακοστασίου.
Στο τρίτο επίπεδο ακολουθείται ο ίδιος διαχωρισμός με το τζάκι πάλι στο νότιο δωμάτιο. Υπάρχει επίσης εξώστης με ξύλινα δοκάρια που είναι κοινός στα δύο διαμερίσματα. Η πρόσβαση γίνεται μέσω δεύτερου κλιμακοστασίου που βρίσκεται αντικριστά από το πρώτο.
Σχετικά με το σύστημα κατασκευής του κτηρίου, αναφέρεται ότι ο φέρων οργανισμός του, αποτελείται από το σύνολο των λίθινων περιμετρικών του τοίχων, που έχουν πάχος 0,65 μ. Πρόκειται για το δομικό σύστημα της φέρουσας τοιχοποιίας, όπως αυτό εφαρμόστηκε στην ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική.
Τα κουφώματα του κτηρίου (Θύρες και παράθυρα) είναι ξύλινα και φτιαγμένα πρόχειρα, πλέον, με απλές σανίδες. Το ξύλινο πάτωμα του πρώτου και δεύτερου ορόφου στηρίζεται σε δοκούς τετραγωνικής διατομής με διάμετρο 0,10 μ. (πρόκειται για φυσικούς κορμούς δέντρων) που επικαλύπτονται από τάβλες με πάχος 3 εκατοστά. Στο ισόγειο δεν υπάρχει δάπεδο. Το χώμα είναι εμφανές.
Επίχρισμα φέρουν οι λίθινοι τοίχοι κατά τόπους στο εξωτερικό της τοιχοποιίας και εξολοκλήρου στο εσωτερικό των δύο ορόφων, ενώ στο εσωτερικό το ισόγειο είναι ανεπίχριστο.
Σχετικά με την κατάσταση της κατασκευής, αναφέρεται ότι το κτήριο έχει υποστεί σημαντικές φθορές κυρίως όμως εσωτερικά, μετά την πλήρη εγκατάλειψή του κατά τα τελευταία χρόνια. Οι φθορές αυτές εντοπίζονται στην κατάρρευση τμημάτων (δοκαριών) της (παλιάς) στέγης, του σαπίσματος των πατωμάτων και των εσωτερικών τοίχων και της μερικής αλλοίωσης των κουφωμάτων. Ικανοποιητική είναι η κατάσταση της λίθινης τοιχοποιίας σε γενικές γραμμές. Η στέγη έχει ανακαινισθεί, ενώ ένα μέρος της τοιχοποιίας στη δυτική πλευρά φαίνεται να έχει ανοικοδομηθεί πρόχειρα με ασβεστόλιθους.