Οι στέγες στη Μητρόπολη συνήθως δεν παρουσιάζουν μεγάλη διαφοροποίηση ως προς τη λογική της στήριξης, παρόλ΄αυτά, αναγνωρίζουμε πολλές παραλλαγές, ανάλογα και με την προχειρότητα του κτίσματος. Πιο συγκεκριμένα, χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, τις καθιστές στέγες και τα ζευκτά. Επίσης, χωρίζονται σε δίριχτες και τετράριχτες, ανάλογα κυρίως με το χώρο που στεγάζουν. Στις κατοικίες συναντάμε στην πλειοψηφία τους τετράριχτες στέγες, ενώ δίριχτες εμφανίζονται κυρίως σε αποθήκες και κοτέτσια, με τετράγωνη συνήθως κάτοψη.
Οι καθιστές στέγες είναι το πιο συνηθισμένο παράδειγμα που απαντάται στη Μητρόπολη. Κι αυτό αναπτύσσεται με μεγάλες διαφοροποιήσεις, είτε πιο απλοποιημένες κατασκευές είτε με πρόσθετα ξύλα. Το γενικό δομικό σύστημα είναι ως εξής:
Στη μικρή διάσταση του προς στέγαση χώρου τοποθετούνται οριζόντια δοκάρια, οι ελκυστήρες, σε απόσταση μεταξύ τους περίπου 1,5 μέτρου. Οι ελκυστήρες πατάνε κατευθείαν πάνω στις πλευρικές τοιχοποιίες. Πάνω στον ελκυστήρα εδράζεται ένα κάθετο δοκάρι, ο ορθοστάτης, ή αλλιώς μπαμπάς, που φτάνει ως την οροφή της στέγης. Στο άνω άκρο του ορθοστάτη και τα άκρα του ελκυστήρα εδράζεται ένα κεκλιμένο δοκάρι, ο αμείβοντας. Για επιπλέον στήριξη των αμείβοντων, συχνά τοποθετούνται και μικρότεροι ενδιάμεσοι ορθοστάτες, στο μήκος του ελκυστήρα. Η σύνδεση των αμείβοντων με τους ελκυστήρες συνήθως γίνεται με συμπληρωματικά κοψίματα και ενώνονται με καρφιά. Τα ψαλίδια, δηλαδή τα βασικά τριγωνικά πλαίσια της στέγης, καρφώνονται πάνω στους στρωτήρες, ξύλα που διατρέχουν το μήκος του τοίχου, αλλά όχι το πάχος του. Παρατηρούμε πολλούς τρόπους στήριξης των αμείβοντων στις καθιστές στέγες. Είτε με επιπλέον κάθετους ορθοστάτες, είτε με οριζόντιες αντηρίδες που τοποθετούνται στο μέσο του ορθοστάτη κάθετα σε αυτόν, είτε ακόμα απο κεκλιμένες αντιρήδες, που όμως πιο συχνά εμφανίζεται στα ζευκτά.
Στη Μητρόπολη παρατηρούμε κάποιες περιπτώσεις στεγών που μοιάζουν με ζευκτά, έχουν τη λογική κατασκευής τους, αλλά μιλάμε για μια πολυ πιο απλοποιημένη μορφή. Στα ζευκτά, ο ορθοστάτης δεν πατάει στον ελκυστήρα, αλλά κρέμεται από την τομή των αμείβοντων, γι αυτό λέγονται και αλλιώς κρεμαστές στέγες. Έτσι, το βάρος της στέγης δε μεταφέρεται στους ελκυστήρες και δε στηρίζεται στατικά σ' αυτούς. Η σύνδεση του δοκαριού με τον αμείβοντα, μετατρέπει το οριζόντιο στοιχείο σε ελκυστήρα, παραλαμβάνει τις εφελκυστικές δυνάμεις της στέγης και μεταφέρει το βάρος κατευθείαν στη λιθοδομή. Στα κανονικά ζευκτά μία μεταλλική λάμα ενώνει τον ορθοστάτη με τον ελκυστηρα, αλλά στη Μητρόπολη δεν παρατηρούμε κάτι τέτοιο.
Πάνω από τους αμείβοντες καρφώνεται το πέτσωμα, που αποτελείται από σανίδες πλάτους 15 περίπου εκατοστών. Σε κάποιες περιπτώσεις οι τάβλες αυτές έχουν ένα μικρό κενό μεταξύ τους, ενώ σε άλλες είναι ενωμένες. Πάνω από το πέτσωμα μπαίνουν τα κεραμίδια, τα οποία είτε απλώς εδράζονται, είτε χώνονται ανάμεσα στο πέτσωμα. Όταν χώνονται ανάμεσα οι σανίδες του πετσώματος έχουν πολύ μικρότερο πλάτος, περίπου 5 εκατοστά. Τα κεραμίδια στις περισσότερες περιπτώσεις απλά εδράζονται, δηλαδή δεν χρησιμοποιείται κάποιο συνδετικό κονίαμα. Σχεδόν σε όλα τα λιθόκτιστα σπίτια τοποθετούνται βυζαντινά κεραμίδια, ενώ εμφανίζονται σε κάποιες πιο ευτελείς κατασκευές και ρωμαικά αλλά και γαλλικά, κυρίως στα νεότερα κτίσματα.
Σε πολλές στέγες παρατηρούμε ένα οριζόντιο ξύλο που πατάει πάνω στον ελκυστήρα ακριβώς δίπλα στον ορθοστάτη αλλά δεν παίζει κανένα δομικό ρόλο. Και ευρύτερα μικρότερα ξυλαράκια τοποθετημένα σε σημεία της στέγης χωρίς κάποια λειτουργία είναι συχνό φαινόμενο. Αυτό το τοποθετούσαν οι κάτοικοι για να κρεμάνε από κει τα καπνά τους ώστε να ξεραθούν.Επειδή η περιοχή ευρύτερα του κάμπου είχε στο παρελθόν μεγάλη παραγωγή καπνού, αυτό το χαρακτηριστικό ήταν αρκετά διαδεδομένο.