Οριζόντια δώματα
Πρόκειται για τη σκεπή του κτιρίου με είδος πλάκας φτιαγμένης από ντόπια υλικά. Όλη η κατασκευή στηρίζεται σε δοκάρια από κυπαρισσόξυλα, καθαρισμένα από τη φλούδα. Η μέση απόσταση του ενός από το άλλο είναι 40-50εκ. Στ στρώσιμο μπαίνει το λεπτότερο δίπλα στο χοντρύτερο. Στα μεγάλα ανοίγματα, μπαίνει στη μέση, κάτωθέ τους, ένας χοντρύτερος κορμός, το «βορδωνάρι». Άλλοτε πάλι η κατασκευή ενισχύεται μόνο στις γωνίες με μικρότερα λοξά χοντρά δοκάρια. Πάνωθέ του υπάρχουν πρώτα σχιστόπλακες, τάβλες ή καλάμια που κλείνουν τα κενά των κυπαρισσοδοκών και συμπληρώνουν μαζί τους το ταβάνι. Ακολουθεί ένα πρώτο μονωτικό στρώμα από φρύγανα ή φύκια και στη συνέχεια έχουμε τρεις στρώσεις κοκκινόχωμα. Η πρώτη είναι με νερό, πηλόλασπη δηλαδή, η δεύτερη ξηρή, η τρίτη, που αποτελεί την τελική σταγάνωση για τα βρόχινα νερά και τα χιόνια, γίνεται με κοσκινισμένο κοκκινόχωμα και ιδιαίτερες φροντίδες. Το ολικό πάχος των τριών αυτών στρώσεων είναι 30-35εκ.
Για την τελική στρώση του δώματος ακολουθείται η εξής διαδικασία:
Στοιβάζεται πρώτα ένα στρώμα ως 10εκ. πάχος. Έπειτα βρέχεται και πατιέται με γυμνά πόδια, ώσπου να ζυμωθεί και να δέσει. Μένει έτσι κατόπιν λιγες μέρες για να ξεραθεί λίγο και να κάνει σκασίματα. Αυτά πάλι με τη σειρά τους γεμίζονται με αριάνι από πιο διαλεχτό κοκκινόχωμα. Ακολουθεί νέο κατάβρεγμα και πρώτη κυλίνδρωση («μπίλιασμα») με πέτρινο ή μαρμάρινο κύλινδρο, που θα μείνει μόνιμα πάνω στο δώμα. Η δουλειά αυτή (στρώσιμο- κατάβρεγμα- ζύμωμα- μπίλιασμα) γίνεται δύο και τρεις φορές, μαζί με την τελική στρώση στεγάνωσης. Το μπίλιασμα όμως κάποτε με λίγο πρόσθετο καθαρό κοκκινόχωμα, οπλισμένο με μικρά χαλικάκια, γίνεται τακτικά το λιγότερο κάθε χρόνο, αν όχι και συχνότερα. Για τούτο ακριβώς κάθε δώμα έχει μόνιμα πάνω του τον πέτρινο ή μαρμάρινο κύλινδρο, το «βόλι». Βοηθητικό εργαλείο είναι ο κόπανος από σκληρό ξύλο, τη συκαμιά, που χρησιμοποιείται στις άκρες, όπου δεν εργάζεται καλά το βόλι.