ΤΡΟΠΟΙ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ:
Με γνώμονα το γεωφυσικό ανάγλυφο και την έντονη κλίση του οικισμού, καθώς και την συνολική του εξάπλωση, παράλληλα των τοπογραφικών γραμμών, παρατηρείται μια αξιόλογη και άκρως σημαντική σύνθεση κτισμάτων με έντονο χαρακτήρα.
Έχοντας ως βασικό σημείο αναφοράς το κέντρο του οικισμού, το οποίο αποτελεί και το πιο πυκνοδομημένο τμήμα του, μπορεί να εντοπιστεί αμέσως μια έντονη εναλλαγή των κτιριακών όγκων, τόσο σε υψομετρική κλίμακα, όσο και σε κλίμακα πλάτους. Η τελευταία οφείλεται στο φυσικό ανάγλυφο και στις εκάστοτε διαφορετικές χρήσεις των κτηρίων.
Με μια πρώτη μελέτη της τομής του οικισμού και του χάρτη, γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι υπάρχει μεγάλη αντίθεση στην πυκνότητα δόμησης μεταξύ των διαφόρων οικιστικών ενοτήτων (στοιχείο που αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά τους). Σε πολλές περιπτώσεις, τα υψόμετρα των κτηριακών όγκων υπακούν την γενικότερη κλίση του οικισμού. Αρκετές φορές, ένα οίκημα αποτελεί την πλάτη του αμέσως επόμενου και το δώμα του βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την αυλή του άλλου.
Μέσω της εγκάρσιας ανάλυσης της τομής του οικισμού, παρατηρείται ότι στην κορυφογραμμή οι εναλλαγές του ύψους είναι έντονες κι ότι οι προσβάσεις των κτηριακών όγκων γίνονται ως επί το πλείστον με τον ίδιο προσανατολισμό· ιδιαίτερα στις περιοχές όπου οι εν λόγω όγκοι επικοινωνούν μέσω ενιαίας εγκάρσιας σκάλας.
Τις περισσότερες φορές, οι όψεις των κτηρίων -με μέτωπο προς τον δρόμο- είναι έντονες και άμεσα αντιληπτές (της τάξεως των 2 μέτρων κατά μέσο όρο) ενώ σε μεμονωμένες περιπτώσεις υπάρχει άμεση επικοινωνία του κτηριακού όγκου με τον δρόμο, γεγονός που προκαλεί ένα σημαντικό διαχωρισμό στον τρόπο με τον οποίο συνθέτονται τα κτηριακά σύνολα.
Τέλος, στις οικιστικές ενότητες, που επικρατεί μια πιο αραιή και σημειακή κατοίκηση, δεν μπορεί να διακριθεί μια ενιαία τυπολογία σύνθεσης, καθώς η επιλογή επικοινωνίας ή μη με τον δρόμο και τα γύρω κτήρια, είναι απόφαση βασισμένη καθαρά στην προσωπική βούληση και κυρίως προσαρμοσμένη στο υφιστάμενο φυσικό ανάγλυφο.