ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΟΙΚΙΣΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ:
Η «καρδιά» του Επισκοπειού, με την έννοια του οικιστικού κέντρου, τοποθετείται στη μέση του χωριού, όπως διαφαίνεται και στον χάρτη. Ανατολικότερα απλώνεται μια μικρότερη και πιο αραιή ομάδα κτισμάτων, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί δευτερεύον οικιστικό κέντρο. Στο βόρειο τμήμα του οικισμού, αρκετά απομακρυσμένο βρίσκεται το νεκροταφείο, όπως είθισται και σε όλα τα χωριά άλλωστε. Μεταξύ της περιοχής του οικιστικού κέντρου και του νεκροταφείου απλώνεται μια περιοχή με ακόμη πιο σποραδική κατοίκιση. Στο δυτικότερο άκρο του χωριού βρίσκεται και το γεφύρι -γνωστό κι ως «γεφύρι της Αγάπης» μεταξύ των κατοίκων. Στο σημείο αυτό στέκει ακόμη ένας νερόμυλος, ο οποίος κινείτο τότε από το νερό των πηγών της περιοχής. Τέλος, ο ασφαλτοστρωμένος σήμερα δρόμος μοιάζει να χωρίζει τον οικισμό στα δυο· όχι μόνο στο πλαίσιο της χάραξης-θα μπορούσαμε να πούμε εντελώς αυθαίρετα σε ¨βόρειο - νότιο¨ ή ¨άνω- κάτω¨, αλλά και στο πλαίσιο της χρονολογίας των κατασκευών αυτών, καθώς κάτω από τον δρόμο παρατηρούμε νεότερα κτίσματα.
Αναλυτικότερα, υπό πολεοδομικούς και χωροταξικούς όρους μπορεί να σχολιαστεί ότι στον οικισμό διακρίνονται πολλές μορφές ενοτήτων είτε με σημειακή είτε με συνολική ανάπτυξη. Χαρακτηρίζονται από ποικιλία στην πυκνότητα δόμησης η οποία φαίνεται και στον τρόπο επέκτασης τους στο ανάγλυφο της περιοχής καθώς άλλοτε επικρατεί σποραδική ανάπτυξη ενώ σε άλλες περιπτώσεις πιο κεντρική. Όσον άφορα τα μεγέθη την οικιστικών ενοτήτων μπορεί να σχολιαστεί ότι δεν ανταποκρίνονται άμεσα στην συχνότητα χρήσης τους διότι για παράδειγμα η ενότητα της αραιής κατοίκισης καταλαμβάνει αρκετά μεγαλύτερη περιοχή σε αντίθεση με το οικιστικό κέντρο το οποίο είναι και ο βασικός κορμός της ζωής του οικισμού.
Συμπερασματικά, παρατηρείται μια έντονη διαφοροποίηση μεταξύ των οικιστικών ενοτήτων με βάση κυρίως κριτήρια όπως την πυκνότητα δόμησης, την ύπαρξη τοπόσημων και τη χρήση της κάθε ενότητας από τους κάτοικους του οικισμού, η οποία είναι και το βασικότερο στοιχείο που δίνει ζωντανό χαρακτήρα σε αυτόν.