Επισκοπείο

Συμπεράσματα

Η ΟΜΑΔΑ

ΜΟΡΦΗ ΟΙΚΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ:

Ο οικισμός που μελετήθηκε βρίσκεται στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων, στην ενδοχώρα της νήσου της Άνδρου και σε σχετικά μεγάλο υψόμετρο, παράγοντας που επιτρέπει την ύπαρξη πηγών νερού. Ως εκ τούτου, πρόκειται για έναν αγροτικό οικισμό, όπου η ενασχόληση των κατοίκων έχει να κάνει με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, διαχρονικά. Έτσι λοιπόν, οι κάτοικοι προσάρμοσαν αναλόγως τη ζωή και την καθημερινότητά τους, η οποία περιελάμβανε και την σηροτροφία, όπως αποδεικνύεται από την ύπαρξη πολλών μουριών, αλλά και από τις επιμέρους κατασκευές των κτισμάτων, με την χρήση ξύλου μουριάς (π.χ. ξύλινα πρέκια από μουριά).

  Κύριο υλικό κατασκευής των κτισμάτων αποτελεί ο σχιστόλιθος, ο οποίος και βρίσκεται εν αφθονία στην περιοχή. Στην πλειοψηφία τους, τα κτήρια του Επισκοπειού είναι πανομοιότυπα, εντυπωσιακά και παραμένουν σε πολύ καλή κατάσταση, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι χτίστες διέθεταν την κατάλληλη τεχνογνωσία, για να τα κατασκευάσουν. Αυτό αποδεικνύεται κι από τις ιδιαίτερες-λειτουργικές λεπτομέρειες που παρατηρήθηκαν και σε άλλα σημεία όπως: το «γλύφωμα» στις γωνίες των τοίχων, για να μπορούν να στρίβουν τα ζώα, καθώς και ο «στρόφιγγας», ένα ξύλινο ραβδί που βοηθά στο άνοιγμα και κλείσιμο της πόρτας. Επιπλέον,  σε μαντρότοιχος –κυρίως δίπλα στους δρόμους- παρατηρείται μια ιδιαίτερη διάταξη του σχιστόλιθου, καθώς ενώ υπάρχουν πέτρες τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη, κατά διαστήματα παρεμβάλλονται σε όρθια διάταξη πλάκες σχιστόλιθου, για λόγους οικονομίας.

Ο ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ:

Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της περιοχής εντοπίζεται στα «αναχώματα», τα οποία είναι έντονα και δηλώνουν το ανάγλυφό της. Βάσει αυτού, έχει διαμορφωθεί και το τοπικό οδικό δίκτυο, το οποίο «διαιρεί» το χωριό, σε τρεις οικιστικές ενότητες, ως ακολούθως: στο νότιο τμήμα του ο κύριος ασφαλτόδρομος, στο βόρειο τμήμα ο επίσης ασφαλτοστρωμένος δρόμος, ενώ ενδιάμεσα σ’ αυτούς εντοπίζονται δύο μικρότεροι δρόμοι για πεζούς και ζώα.

Σε ό,τι αφορά την πολεοδομική συγκρότηση του Επισκοπειού, εντοπίζονται σποραδικά, μικρά οικιστικά κέντρα, τα οποία είναι αναπτυγμένα τόσο ακτινωτά, όσο και γραμμικά· πέρα από αυτά παρατηρείται έντονη ακανόνιστη κατοίκιση σε ορισμένα σημεία.

  Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει έντονη «χρονολογική ποικιλία» κατασκευής, με την έννοια ότι στον οικισμό εντοπίζονται κτήρια από τον 18ο έως τον 20ο αιώνα (ερείπια και κατοικήσιμα-λειτουργικά).

 ΒΑΘΜΟΣ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ - ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ:

Συμπερασματικά, η εντύπωση που αφήνει το Επισκοπειό, είναι αυτή ενός καλά διατηρημένου, παραδοσιακού οικισμού, αφού τα κτήρια βρίσκονται σε αρκετά καλή κατάσταση, παρά την όποια παλαιότητα κατασκευής τους. Μάλιστα, εντοπίζονται πολλά κτίσματα εξαιρετικής αρχιτεκτονικής κατασκευής.

 Τέλος, όσον αφορά στις αλλοιώσεις, αυτές παρατηρούνται σε επιμέρους τμήματα των κτηρίων κι όχι στον φορέα, εξ’ ολοκλήρου. Αρνητικό στοιχείο αισθητικής αποτελούν οι σύγχρονες παρεμβάσεις, ήτοι: η εμφανής χρήση σκυροδέματος, η αντικατάσταση παλαιότερων κουφωμάτων με μεταλλικά νέου τύπου, η τοποθέτηση τεντών και σκιάστρων, καθώς κι η εγκατάσταση ηλιακών θερμοσίφωνων, διαφόρων καλωδίων και κεραιών, που δε συνάδουν σε έναν παραδοσιακό οικισμό.