Λαγκάδια (Τμήμα Β)

Συμπεράσματα

 

Τα Λαγκάδια είναι το θέμα που μας ανατέθηκε για την άσκηση ανάλυσης παραδοσιακών οικισμών. Η επίσκεψή μας εκεί μας επέτρεψε να μελετήσουμε την τωρινή του κατάσταση και, σε συνδυασμό με τη βιβλιογραφική έρευνα, να προσεγγίσουμε, με περισσότερη ή λιγότερη ακρίβεια, το παρελθόν του. Η μελέτη μας στράφηκε στα κτηριακά κελύφη και αρχιτεκτονικά σύνολα που απείχαν από τους σύγχρονους τρόπους και υλικά οικοδόμησης, προκειμένου να ξεχωρίσουμε, μέσα σε έναν οικισμό που, αν και αποδυναμωμένος,  παραμένει ζωντανός και , ως τέτοιος, διαρκώς εξελίσσεται, τις αρχές και τις αξίες εκείνες που στο πέρασμα των αιώνων έχουν δοκιμαστεί, τελειοποιηθεί και επιβιώσει, επηρεάζοντας το σήμερα. Τη διαχρονικότητα που ονομάζουμε παράδοση.

Ο οικισμός είναι το αποτέλεσμα της εξελικτικής ένωσης των  επιμέρους οικιστικών ενοτήτων που αρχικά δημιουργήθηκαν στην πλαγιά του λόφου. Η σχέση με το φυσικό περιβάλλον είναι καθοριστική.  Το έντονα επικλινές έδαφος έχει επηρεάσει δραστικά τον τρόπο οικοδόμησής του. Ομοίως και οι διαθέσιμοι φυσικοί πόροι καθορίζουν την επιλογή της πέτρας και του ξύλου ως κύριων υλικών δόμησης.

Λόγω της θέσης του επί του οδικού άξονα που από την αρχαιότητα οδηγεί στη Ολυμπία, ο οικισμός ήταν ανέκαθεν κομβικής σημασίας και  πέρα από την κατοίκηση συναντάται σε αυτόν και έντονη εμπορική δραστηριότητα η οποία αντανακλάται κυρίως στα κτήρια κατά μήκος του δρόμου.

Η σύνθεση των κτηρίων επηρεάζεται από τον προσανατολισμό, το ανάγλυφο του εδάφους και τη λειτουργία των διαφορετικών επιπέδων κάθε κτηρίου. Η διαδικασία ανάπτυξης του οικισμού, όντας οργανική, βασίζεται στην επανάληψη του βελτιστοποιημένου προτύπου, με τις παραλλαγές που κάθε μεμονωμένη περίπτωση απαιτεί. Επαγωγικά, μπορεί να θεωρηθεί ένα αρχικό πρότυπο μονόχωρης κατοικίας με σχήμα ορθογώνιο, αναλογίες πλευρών 1:2 και εσωτερική διάσταση στενής πλευράς 4 μέτρα. Αποτελείται από δύο επίπεδα, το ανώτερο χρησιμοποιούμενο για την κατοίκηση και το κατώτερο για αποθήκευση αγαθών και βοηθητικές λειτουργίες. Το πρίσμα τοποθετείται κάθετα στις υψομετρικές καμπύλες, εν μέρει καλυπτόμενο από το έδαφος, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δρόμος να διέρχεται από την ανώτερη στάθμη του εδάφους σε σχέση με το κτήριο και η είσοδος του ορόφου να βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το δρόμο. Η είσοδος στη στάθμη υπογείου γίνεται εξωτερικά από τις πλάγιες πλευρές, μέσω βοηθητικής σκάλας. Ξεκινώντας από αυτό το πρότυπο, σε κάθε ειδική περίπτωση εφαρμόζονται παραλλαγές στο μέγεθος και στο σχήμα με στόχο την προσαρμογή στις ιδιαίτερες ανάγκες.

Το δομικό σύστημα είναι προσαρμοσμένο στα διαθέσιμα υλικά και τις ανάγκες που ανακύπτουν από το έντονο ανάγλυφο. Η βάση των κτηρίων αποτελείται από πέτρινο θόλο που καλύπτει ολόκληρο ή τμήμα του μήκους του κτηρίου, με το υπόλοιπο να καλύπτεται από ξύλινο πάτωμα. Η εξωτερική τοιχοποιία είναι πέτρινη, πάχους 60 με 80 εκατοστών. Τα υπέρθυρα καλύπτονται με πέτρα ή/και ξύλο με ποικιλία τρόπων. Οι στέγες αποτελούνται από ξύλινα ζευκτά ή υπερστατικές εμπειρικές-διαισθητικές κατασκευές, που επικαλύπτονται με κλαδιά ή (σπανιότερα) με σανίδες και τελικά με κεραμίδια (χειροποίητα, βυζαντινού τύπου). Τα πατώματα και οι εξώστες αποτελούνται από ξύλινες δοκούς που εμπήγονται στην τοιχοποιία και καλύπτονται με σανίδες. Τα εσωτερικά χωρίσματα είναι ξύλινα, ενίοτε σε συνδυασμό με πλιθιά (τσατμάς).

Οι τρόποι δόμησης τα τελευταία πενήντα χρόνια έχουν αλλάξει, ακολουθώντας τη γενικότερη πορεία της ελληνικής πολεοδομικής εξέλιξης, με την έντονη αστικοποίηση και τη σχεδόν καθολική χρήση οπλισμένου σκυροδέματος. Ο οικισμός, παρά την ελάττωση του πληθυσμού του συνεχίζει να είναι μια ζωντανή κοινότητα σε διαρκή εξέλιξη, γεγονός καθόλα ευχάριστο. Ωστόσο οι τρόποι που πραγματοποιείται η εξέλιξη έχουν επίσης αλλάξει.

Οι αρχές και οι αξίες του παρελθόντος, που έχουν δοκιμαστεί και βελτιστοποιηθεί μέσω του μηχανισμού παραλλαγής του γνωστού προτύπου είναι εκείνο που ονομάζουμε παράδοση και αποτελούν εξ’ ορισμού ό,τι είναι διαρκές, διαχρονικό. Οι αρχές αυτές δημιουργούνται και ταυτόχρονα παγιώνουν και αναπαράγουν κανονιστικά κοινωνικά στερεότυπα και πρότυπα συμπεριφοράς. Σχημάτιζαν, όμως, μια κοινωνία που διέθετε τις αρετές της οικονομίας, της ειλικρίνειας και της αειφόρου ανάπτυξης. Η φρενίτιδα εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών έθεσε αυτούς τους τρόπους σκέψης στο περιθώριο. Στη δική μας εποχή η κρίση αξιών επαναφέρει στο προσκήνιο την παράδοση. Το στοίχημα που καλούμαστε να κερδίσουμε σήμερα είναι να ενσωματώσουμε τις αρετές και τη σοφία της παράδοσης, χωρίς αναχρονισμούς και οπισθοδρόμηση, στις δικές μας ανάγκες και δυνατότητες. Με άλλα λόγια μαθαίνουμε από το παρελθόν κοιτάζοντας προς το μέλλον.