Για την χρονολογία ίδρυσης του χωριού επικρατούν τρεις θεωρίες: 1)Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, η ιστορία του οικισμού ξεκινά με την εγκατάσταση στην περιοχή εργατών-μαστόρων που συγκεντρώθηκαν για την ανέγερση του κάστρου της Άκoβας (1210 μ.Χ., τα ερείπια του σώζονται κοντά στο χωριό Γαλατά). Υπολογίζεται ότι σε διάστημα τριών ετών είχαν εγκατασταθεί περίπου 600 μάστορες ενώ, σύμφωνα με ίδιο σενάριο, στην περιοχή εγκαταστάθηκε και ο υιός του ιδρυτή του κάστρου της Άκοβας (Jean de Lienne). Μάλιστα, φήμες θέλουν απογόνους του το γένος των Δεληγιανναίων, αγωνιστών του 1821. Το χωριό, στη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα προέρχεται από την ένωση τριών ή τεσσάρων διαφορετικών οικισμών (Κρέσπη και Δραΐνα οι κυριότεροι) που σημειώθηκε γύρω στο 1500 μ.Χ. λόγω της αύξησης του πληθυσμού και, συνεπώς, της δόμησης.
2)Η δεύτερη εκδοχή θέλει τους πρώτους κατοίκους της περιοχής να είναι εξελληνισμένα φύλα που εγκαθίστανται στην περιοχή μετά την κάθοδο των Αλβανών τον 14ο αιώνα.Δεν υπάρχουν, όμως, ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία για το ενδεχόμενο αυτό.
3)Τέλος, υποστηρίζεται ότι το χωριό χτίστηκε στα τέλη του 16ου αιώνα ή στις αρχές του 17ου. Η εκδοχή αυτή συγκεντρώνει μάλιστα αρκετές πιθανότητες να πλησιάζει την πραγματικότητα, βάσει ιστορικών πηγών. Συγκεκριμένα, το 1570 μ.Χ. εμφανίζεται η ονομασία Λαγκάδια σε Οθωμανικό κατάστιχο ενώ, το 1700 μ.Χ. γνωρίζουμε ότι οι κάτοικοι του είναι μόλις 207.
Παρόλα αυτά αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι οι κάτοικοι της περιοχής ήταν γνώστες της τέχνης του χτισίματος. Το δύσβατο ορεινό έδαφος -το χωριό είναι χτισμένο σε απότομη πλαγιά βουνού κλίσης 45 μοιρών - δεν άφηνε πολλά περιθώρια για καλλιέργεια της γης, με τους κατοίκους να στρέφονται στο επάγγελμα του χτίστη, να οργανώνονται σε ομάδες («μπουλούκια» ή «κομπανίες» των 10-12 μαστόρων) και να αναλαμβάνουν ιδιαίτερα δύσκολα εγχειρήματα. Η τέχνη και η εμπειρία μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά, με την σταδιακή εισαγωγή όλο και πιο τολμηρών στοιχείων στον τρόπο κατασκευής των κτηρίων. Υπήρχαν δε κτηνοτρόφοι, καθώς και έμποροι, οι δραστηριότητες των οποίων περιορίζονταν σε συναλλαγές μεταξύ του κεφαλοχωρίου και των μικρότερων κοντινών οικισμών. Φήμες θέλουν τους Λαγκαδιανούς μαστόρους να μαθαίνουν την τέχνη τους από τους τεχνίτες της Ηπείρου, γνωστούς για τον τρόπο που χειρίζονταν την πέτρα, αν και κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί.
Έτσι ξεκινάει μια παράδοση από τους Λαγκαδιανούς μαστόρους που έχει ως στόχο την εξυπηρέτηση της ανθρώπινων αναγκών (στέγαση), λαμβάνοντας παράλληλα υπ' όψιν τις κλιματολογικές και γεωμορφολογικές ιδιαιτερότητεςτης περιοχής και με βασικό δομικό στοιχείο την πέτρα. Πολλά είναι τα παραδείγματα που μας φανερώνουν την επιδεξιότητα τους στο χειρισμό των υλικών και την ευφυΐα με την οποία σχεδίαζαν και υλοποιούσαν τις κατασκευές τους, παρά τις κακουχίες. Η ανεπτυγμένη τεχνογνωσία αυτών των μαστόρων τους έκανε ιδιαίτερα γνωστούς στον ελλαδικό χώρο, με πολλούς εξ’ αυτών από το 19ο αιώνα να εργάζονται συχνά μέσα στον ίδιο χρόνο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, κυρίως στην Πελοπόννησο. Σύμφωνα, μάλιστα, με πληροφορίες, τρεις γιορτές τις ορθόδοξης εκκλησίας φαίνεται ότι όριζαν την αρχή και το τέλος κάθε “ταξιδίου” τους (Πάσχα, Εορτασμοί της Παναγίας και του Αγ.Δημητρίου, Χριστούγεννα) με τον αριθμό των «μπουλουκιών» να φτάνει τα 200 την εποχή της ακμής (τέλη 19ου αιώνα). Πολλά ιδιωτικά και δημόσια κτήρια αποδίδονται σε αυτούς, όπως άλλωστε και έργα κοινής ωφέλειας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το χωριό βοήθησε έμπρακτα την ελληνική επανάσταση του 1821, αποτελώντας ήδη από το 1787μ.Χ. ένα σημαντικό κέντρο, ενώ γνώρισε την μεγαλύτερη του ανάπτυξη στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν και αποτελούσε το εμπορικό και διοικητικό κέντρο μιας αρκετά μεγάλης ορεινής περιοχής, συνδυάζοντας τον πρωτογενή με έναν στοιχειώδη τριτογενή τομέα παραγωγής. Τα χρόνια αυτά παρατηρείται στο χωριό και μια πνευματική άνθηση, που οφείλεται στην Ακαδημία των Λαγκαδίων (μέσα 17ου αιώνα), στη λειτουργία του Δημοτικού σχολείου (1823) και του Γυμνασίου - Λυκείου (1868). Τρεις φορές σε διάστημα τριών χρόνων (1825-1827) το χωριό υπέστη εκτεταμένες φθορές αφού ο Ιμπραήμ προσπάθησε και στις τρεις περιπτώσεις να το κάψει. Από το 1950 και μετά επέρχεται η παρακμή με κύριες αιτίες την μετανάστευση κατοίκων στο εξωτερικό και την αστικοποίηση.
Η τοπική κοινωνία στηρίζεται πλέον σχεδόν αποκλειστικά στον τουρισμό, με τον αριθμό των μόνιμων κατοίκων να έχει περιοριστεί σημαντικά. Το γεγονός ότι αναφερόμαστε σε έναν ορεινό οικισμό σίγουρα επηρέασε και τον σχεδιασμό των κτιρίων της περιοχής και λόγω του ηπειρωτικού κλίματος αλλά κυρίως λόγω της απότομης κλίσης του εδάφους, δοκιμάζοντας έτσι σε αρκετές περιπτώσεις την ευρηματικότητα των ντόπιων «χτιστάδων».