Οι γεωμορφολογικές ιδιαιτερότητες της περιοχής, όπως είναι λογικό, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον τρόπο ανάπτυξης και διάρθρωσης του χωριού των Λαγκαδίων πάνω στη βουνοπλαγιά. Τα κτήρια οικοδομούνται από τους μαστόρους εκεί που το επιτρέπει η κλίση και η σύσταση του εδάφους, με αποτέλεσμα οι καμπύλες του εδάφους να είναι αυτές που καθορίζουν το περίγραμμα των περιοχών κατοικίας (συνοικίες). Επιχειρώντας μια πρώτη προσέγγιση παρατηρούμε ότι υπάρχει μια πύκνωση, ένας αρχικός πυρήνας, όπου φαίνεται να είχαν εγκατασταθεί οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής. Το γεγονός αυτό γίνεται κατανοητό εφόσον αντιληφθεί κανείς ότι στο σημείο αυτό το έδαφος είναι πιο ομαλό και προσφερόταν, συνεπώς, για την ανέγερση των πρώτων κτηρίων. Στη συνέχεια παρατηρείται μια ανάπτυξη του οικισμού που παραπέμπει σε "ντόμινο", καθώς ακολουθήθηκε μια τακτική ανέγερσης νέων κτηρίων στις αυλές των παλαιότερων που υπήρχαν ήδη εκεί. Ο αρχικός οικισμός φαίνεται λοιπόν να τείνει προς το ποτάμι λόγω των καλλιεργήσιμων εδαφών στις όχθες αυτού και προς τον δρόμο που συνέδεε Τρίπολη και Πύργο (ο οποίος δε βρισκόταν τότε στη σημερινή του θέση) που τον διέσχιζε.
Ο οικισμός μέχρι την αρχή της επανάστασης
Τα Λαγκάδια αρχίζουν να αποτελούν ένα σημαντικό οικισμό από το 1787μ.Χ. Τα χρόνια αυτά κατοικούν εκεί 50 οικογένειες Τούρκων, στην περιοχή του Άνω Μαχαλά, και 150 οικογένειες Ελλήνων πιο χαμηλά. Ο δρόμος Τρίπολης-Πύργου χωρίζει αυτές τις δύο περιοχές, ενώ γύρω του οργανώνεται πλέον το κέντρο του οικισμού με μαγαζιά, καφενεία κλπ. Ξεχωρίζει επίσης ένας άξονας που ορίζεται από τις μεγάλες βρύσες τις περιοχής, με τις πιο μεγάλες να είναι η βρύση της Παναγίας και η Τουρκόβρυση εκατέρωθεν του κεντρικού δρόμου. Ο οικισμός φαίνεται ότι φτάνει την εποχή αυτή μέχρι αρκετά χαμηλά, γεγονός που τεκμηριώνεται από τους χώρους που επιλέχθηκαν για την ανέγερση των δύο εκκλησιών το 1808 (Ταξιαρχών,Αγ.Ιωάννη).
Τα Λαγκάδια στις αρχές του 20ου αιώνα
Από τα τέλη του 19ου αιώνα τα Λαγκάδια έχουν μετατραπεί σε μια κωμόπολη 7000 κατοίκων που διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου. Η πρωτοφανής για τα δεδομένα του οικισμού ανάπτυξη έχει ως αποτέλεσμα την επέκταση αυτού στα σημερινά όριά του. Ο δρόμος Τρίπολης-Πύργου μεταφέρεται πλέον στη θέση που τον συναντάμε σήμερα, ενώ δύο ακόμη σημαντικοί άξονες-δρόμοι κάνουν την εμφάνιση τους: ο ένας φτάνει ως την βρύση της Παναγίας και ο άλλος , πιο χαμηλά, ως τη μεγάλη αγορά όπου υπήρχαν καταστήματα τροφίμων, ταβέρνες, καφενεία και άλλα καταστήματα εμπορικού χαρακτήρα. Γύρω από αυτούς τους τρεις άξονες αναπτύσσεται λοιπόν το σύνολο των κοινόχρηστων δραστηριοτήτων του οικισμού. Μπορεί να επισημάνει κανείς και μικρότερα “κέντρα” εντός του χωριού, στον Άνω Μαχαλά, στο δημόσιο δρόμο, στους Αγ. Αποστόλους και στη βρύση της Παναγίας. Η κυριακάτικη αγορά (παζάρι) στήνεται στην κάτω Ρούγα και συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό ανθρώπων από την ευρύτερη περιοχή της Γορτυνίας, με εμπόρους να επιδεικνύουν την πραμάτεια τους και πλήθος κόσμου να συγκεντρώνεται για να προμηθευτεί τα αναγκαία. Το δίκτυο δρόμων έρχεται να συμπληρώσει ένα πολύπλοκο σύστημα από καλντερίμια και μονοπάτια, στενά σε πλάτος και με πολλά σκαλοπάτια που ακολουθούν τις καμπύλες του εδάφους. Οι οπτικές φυγές που δημιουργούνται από τις καμπύλες και οι κληματαριές που προεξέχουν από τις αυλές των σπιτιών καθιστούν ασαφή τα όρια των μονοπατιών αυτών και δίνουν την εντύπωση ότι αυτά αποτελούν προέκταση της αυλής.
Η αρχή της ερήμωσης
Από το 1950 και μετά, μεγάλο μέρος του πληθυσμού του χωριού μεταναστεύει στο εξωτερικό ή μετακομίζει στα μεγάλα αστικά κέντρα. Το 1960 οι ερειπωμένες κατοικίες είναι ήδη 360, με τα πρώτα σημάδια εγκατάλειψης να έχουν κάνει την εμφάνισή τους σε συνοικίες όπως αυτή των Αγ. Αποστόλων. Η εικόνα εγκατάλειψης που παρουσιάζει το χωριό έκτοτε σε συνδυασμό με την αλλοίωση που επέφερε η σταδιακή εισαγωγή του οπλισμένου σκυροδέματος ως δομικού υλικού είναι εμφανής και στις μέρες μας. Ειδικά σε κτήρια του κεντρικού εμπορικού δρόμου παρατηρούνται αρκετές επεμβάσεις, σε μια προσπάθεια των καταστημάτων να εκσυγχρονιστούν και να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της τοπικής οικονομίας που στηρίζεται στον τουρισμό.