Στο χωριό υπάρχουν 5 εκκλησίες: ο Άγιος Γεώργιος, που βρίσκεται στον απέναντι λόφο και θεωρείται ως η πρώτη εκκλησία του χωριού. Σύμφωνα με την παράδοση, ο πρώτος οικισμός βρισκόταν εκεί, οι Άγιοι Θεόδωροι, που βρίσκονται στο πάνω μέρος του χωριού. Η πέρα Παναγιά, που βρίσκεται στον δεύτερο λόφο δεξιά του χωριού, περικυκλωμένη από νερά και πεζούλες κατοίκων που οργώνουν. Η περιοχή εκεί λέγεται Σέλα και παλαιότερα αποτελούσε μοναστήρι το οποίο κατασκευάστηκε στα τέλη του 15ου αι. και αγιογραφήθηκε από τον Γεώργιο Κουλιδά. Στην εκκλησία, ζούσαν καλόγεροι που όμως κρεμάστηκαν από τους Τούρκους.
Μέσα στα στενότερα όρια του οικισμού υπάρχουν άλλες τρεις εκκλησίες : η εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος που βρίσκεται στο πάνω μέρος του χωριού ,η κεντρική εκκλησία του , η Αγία Άννα και τέλος, η εκκλησία του Αγίου Πέτρου, που βρίσκεται δίπλα από το κοινοτικό γραφείο του Προέδρου του χωριού, που γιορτάζεται στις 25 Ιουλίου η κοίμηση της, με περιφορά εικόνας στα σοκάκια του χωριού. Η εκκλησία έχει εικόνα μισοκαμμένη από την επιδρομή του Ιμπραήμ.
Πιο κάτω από το Μπαρκαίικο μύλο, σε απόσταση πενήντα περίπου μέτρων ,λειτουργούσε στο παρελθόν η Περραίικη νεροτριβή .
Η λειτουργία της νεροτριβής γινότανε ακολουθώντας την εξής διαδικασία. Αρχικά κοντά στον νερόμυλο υπάρχει ένα μεγάλο αυλάκι το οποίο καταλήγει στο ξύλινο μυλοβάγενο ,μήκους δέκα περίπου μέτρων και μιας μεγάλης στρογγυλής ξύλινης δεξαμενής-σκάφης . Αυτή εσωτερικά είναι τραχιά , έχει διάμετρο 2,5μ και βάθος 2μ. μέσα της τοποθετούσαν τα ρούχα. Το μυλοβάγενο στο πάνω μέρος απ’όπου υποδεχόταν το νερό είχε μεγάλη διάμετρο, ενώ στο κάτω μέρος, στην κατάληξή του, στένευε πάρα πολύ ,με αποτέλεσμα το νερό να χύνεται με μεγάλη ταχύτητα και να χτυπάει με μεγάλη πίεση τα μάλλινα κλινοσκεπάσματα ,τα σαγίσματα ,τις βελέτζιες τα χιράμια και τις χοντρές μάλλινες ενδυμασίες και τα έθετε σε περιστροφική κίνηση μέσα στον κυκλικό κάδο. Τα μάλλινα αυτά σκεπάσματα με το χτύπημα του νερού και την περιστροφική κίνηση επί ένα ή δύο περίπου εικοσιτετράωρα καθάριζαν και γίνονταν πυκνότερα, αφράτα και απαλά.
Στον Πλάτανο τα παλαιότερα χρόνια λειτούργησαν τέσσερις νερόμυλοι, που ο καθένας απ’ αυτούς, είχε ξεχωριστή γοητεία.
Κατηφορίζοντας κανείς από την καλντιριμένια σκάλα του Πλατάνου και σε απόσταση εκατόν πενήντα περίπου μέτρων από το πέτρινο καμπυλωτό και παραδοσιακό γεφύρι, που αγκαλιάζει το Βρασιάτη ποταμό, συναντούσε τον πρώτο νερόμυλο του Μηνά του Πετρίδη ο οποίος δεν υπάρχει πια. Λίγο πιο πέρα από τον Πετριδαίικο μύλο, κάτω από αιωνόβια θεόρατα πλατάνια δεσπόζει ο Λατσαίικος μύλος που επίσης σταμάτησε να λειτουργεί μετά τον θάνατο του μπάρμπα-Μιχάλη του Λάτση.
Πιο πάνω σε μικρή απόσταση βρίσκεται ο Βογιατζαίικος μύλος. Ο μύλος αυτός σώζεται, αλλά έπαψε να λειτουργεί μετά τον ξενιτεμό του ιδιοκτήτη του.
Ο Μπαρκαίικος Νερόμυλος κοντά στην Βρύση
Στο κέντρο του χωριού και πλάι από τη δίστομη πέτρινη παραδοσιακή βρύση ,βρίσκεται ο Μπαρκαίικος μύλος. Ο μύλος αυτός στέκεται όρθιος, λειτουργεί και είναι ο μοναδικός πια που αλέθει το σιτάρι και το καλαμπόκι των Πλατανιτών και αποτελεί και ένα χώρο μουσειακό τον οποίο καταφέραμε να επισκεφθούμε, ώστε να καταλάβουμε και την λειτουργία του ,η οποία περιγράφεται παρακάτω.
Το νερό που βγαίνει από το Μάτι, που βρίσκεται κάτω από την κεντρική Βρύση του χωριού, ενώνεται με τα νερά, που κατεβαίνουν από τις πηγές της Μάνας του Νερού και διοχετεύονται σε ένα μυλαύλακο βάθους 60-80 εκατοστών του μέτρου και πλάτους ενός μέτρου, που καταλήγει σε ένα ξύλινο μυλοβάγενο μήκους 10 περίπου μέτρων. Το μυλοβάγενο στο πάνω μέρος έχει μεγαλύτερο άνοιγμα και στο κάτω μέρος στενεύει για να γίνεται μεγαλύτερη η πίεση του νερού που πέφτει στη φτερωτή του μύλου. Φτερωτή ονομάζεται ο τροχός που υπάρχει στο εσωτερικό του κτηρίου του μύλου. Βγαίνοντας το νερό από την αντλία με μεγάλη πίεση πέφτει πάνω στα φτερά του μεγάλου σιδερένιου τροχού, που έχει διάμετρο 1,80 - 2 μ. και βρίσκεται οριζόντια τοποθετημένος, και τον εξαναγκάζει να περιστρέφεται με μεγάλη ταχύτητα, γύρω από τον άξονά του. Στο κέντρο της φτερωτής είναι τοποθετημένος ένας σιδερένιος άξονας. Ο άξονας αυτός λέγεται αδράχτι του μύλου και έχει ως αποστολή τη μεταφορά της κίνησης από τη φτερωτή στο πάνω λιθάρι του μύλου, το οποίο θέτει σε περιστροφική κίνηση, όμοια με εκείνη της φτερωτής που βρίσκεται κάτω από τα λιθάρια του μύλου. Το πάνω μυλολίθαρο περιστρέφεται, ενώ το κάτω παραμένει ακίνητο. Τα μυλολίθαρα ή μυλόπετρες κατασκευάζονται από γρανίτη, χαλαζία, αλλά και από άλλες σκληρές πέτρες και έχουν διάμετρο 1,30- 1,50 μ. και πάχος 20-30 εκ. Οι εσωτερικές επιφάνειες είναι χαραγμένες και κοφτερές για να γίνεται ευκολότερη η μετατροπή του σιταριού ή καλαμποκιού σε αλεύρι.
Ο διαμορφωμένος χώρος ,στον οποίο γινόταν το στέγνωμα των δερμάτων βρίσκεται κοντά στην ανατολική πλευρά της κεντρικής πλατείας του χωριού ,τις Χαρές. Ήταν μια διαδικασία με την οποία οι Πλατανίτες καθάριζαν, τέντωναν και στέγνωναν τα κομμάτια δέρματος των ζώων προς χρήση. Για το σκοπό αυτό είχαν δημιουργήσει τέσσερις γούρνες, σκάβοντας τους πορόλιθους του εδάφους, κοντά στο σημείο όπου πήγαζε νερό από το βράχο. Στην μία από αυτές, την κεντρική, κατέληγε το νερό καθώς βρισκόταν μπροστά από την πηγή. Οι άλλες δύο βρίσκονται εκατέρωθεν αυτής, ενώ η τρίτη βρίσκεται υπερυψωμένη πάνω από την πηγή και σχετίζεται με το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας.
Αρχικά, λοιπόν, έριχναν στις δύο πρώτες γούρνες νερό και τα δέρματα. Έπειτα σκέπαζαν τα παραπάνω με ασβέστη σε μορφή πέτρας. Με αυτό τον τρόπο «έβραζε» ο ασβέστης ,όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι ντόπιοι και καθάριζαν τα δέρματα. Στη συνέχεια, χρησιμοποιούσαν έναν μηχανισμό που αποτελούταν από δύο πέτρες που ενώνονταν με σύρμα. Η μία βρισκόταν στο έδαφος και η άλλη στο δεύτερο επίπεδο δίπλα στην τρίτη γούρνα. Έτσι έριχναν σε εκείνη τα καθαρά δέρματα και με την κατάλληλη κίνηση της υπερυψωμένης πέτρας, ενεργoποιούταν ο μηχανισμός έτσι ώστε να τεντωθούν και κατά συνέπεια να στεγνώσουν.
Η κεντρική εκκλησία του χωριού είναι η Αγία Άννα, που γιορτάζεται στις 25 Ιουλίου η κοίμησή της, με περιφορά εικόνας στα σοκάκια του χωριού, ενώ γίνεται και το σχετικό πανηγύρι. Χτίστηκε το 1835 στην θέση παλαιότερου ναού, σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή επάνω από την κεντρική είσοδο του ναού. Αξίζει να δει κανείς το ξυλόγλυπτο τέμπλο και τις εικόνες που την κοσμούν. Μάλιστα η εκκλησία διαθέτει εικόνα μισοκαμμένη από την επιδρομή του Ιμπραήμ.
Ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος βρίσκεται χτισμένος στην κορυφή του χωριού και γίνεται εκεί λειτουργία κάθε χρόνο στις 6 Αυγούστου.
Αυτή η εκκλησία ανεγέρθηκε το 1702 και αποτελούσε κατά τον 18ο αι. το καθολικό της αντίστοιχης μονής που υπήρχε στο χώρο αυτό , όπου είχαν τα κελιά τους οι καλόγεροι. Αργότερα, κάηκε από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, με τα σημάδια της φωτιάς εμφανή στις εικόνες και το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ,το οποίο κατασκευάστηκε το 1726 και διασώζεται έως σήμερα.
Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός του ναού είναι βασιλική μετά τρούλου.
Η πρόσβαση στον ναό είναι δυνατή από τον κοινοτικό αυτοκινητόδρομο που οδηγεί στο επάνω μέρος του χωριού, ή πεζή από το κέντρο του χωριού.
Η κεντρική βρύση του χωριού είναι ανακαινισμένη.Εγκαινιάστηκε το 1910 και ήταν μέχρι την δεκατία του 1960,οπότε άρχισε και η κατασκευή δικτύου ύδρευσης.Η κεντρική βρύση του χωριού που ύδρευε το μεγαλύτερο μέρος του χωριού.Βέβαια ήταν και είναι, τόπος συνάντησης και επικοινωνίας κατοίκων και επισκεπτών.Παραπλεύρως λειτουργούσε μέχρι πρόσφατα και υδρόμυλος,που εξυπηρετούσε τους κατοίκους, αλλά και τους κατοίκους των γειτονικών χωριών.
Ο Πύργος του Μοίρα είναι ένα επιβλητικό σπίτι οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, χτισμένο στο νοτιοδυτικότερο σημείο του χωριού, στο μέτωπο του γκρεμού. Από εκείνο το σημείο μπορεί να δει κανείς ολόκληρο το χωριό αμφιθεατρικά μέσα από τις δύο πλαϊνές πολεμίστρες-παράθυρα, και από τη μεγάλη βεράντα με θέα στο απέναντι χωριό ,Καλόγερο.
Την ονομασία την έχει πάρει από τον πρώτο ιδιοκτήτη του, Θεόδωρο Μοίρα.
Ο Θεόδωρος Μοίρας γεννήθηκε στον Πλάτανο και πέθανε στο Παράλιο Άστρος το έτος 1927. Ήταν παντρεμένος αλλά άτεκνος. Σύμφωνα με πληροφορίες με την διαθήκη του , που συνέταξε τον Ιούνιο του 1911 άφησε ένα αξιόλογο χρηματικό ποσό στην Κοινότητα και στις εκκλησίες και ξωκκλήσια τις γενέτειρας του.
Πολύ αργότερα ιδιοκτήτης του Πυργόσπιτου έγινε ο Γιάννης Κούκλης ,γνωστός για την ιδιαίτερη αισθητική του και την ανατρεπτική καλλιτεχνική του άποψη έχει μετατρέψει τον χώρο αυτό σε ένα εναλλακτικό μουσείο στο οποίο υπάρχουν αντικείμενα λαϊκής τέχνης, φωτογραφίες λόγω της αγάπης του για την παράδοση. Αποτέλεσε και εξακολουθεί να είναι τόπος αναφοράς και συνάντησης των νέων και όχι μόνο κατοίκων του χωριού.
Το μονότοξο πέτρινο γεφύρι βρίσκεται κάτω από το χωριό Πλάτανος, του δήμου Βόρειας Κυνουρίας, στην θέση Πηγαδίτης. και είναι μονότοξο, με στηθαία, μια σειρά από θολίτες, πανέμορφο και εντυπωσιακό. Το τόξο του είναι ισλαμίζον και γεφυρώνει τον παραπόταμο του Βρασιάτη, Λεπίδα, στο φαράγγι Σπηλάκια.
Η ακριβής χρονολογία κατασκευής του γεφυριού στον Πλάτανο δεν είναι γνωστή. Κανένας από τους σημερινούς Πλατανίτες δεν μπόρεσε να μας δώσει με σιγουριά την απάντηση αυτή. Κατά μαρτυρίες των ντόπιων χτίστηκε το 1826 από τους Οθωμανούς, και συγκεκριμένα από τον Ιμπραήμ προκειμένου να περάσει τα κανόνια του από εκεί για να καταλάβει το κάστρο της Καστάνιτσας.
Μάλιστα η Πλατανίτισσα Ασπασία Κοψαύτη προσπάθησε να προσδιορίσει τη χρονική περίοδο κατασκευής του ,η οποία μας διηγήθηκε ότι το γεφύρι κατασκευάστηκε στα χρόνια του παπά-Τζανή , που ήταν ένας από του συντελεστές στο να κατασκευαστεί το γεφύρι στο σημείο που βρίσκεται σήμερα. Αναλυτικότερα οι Πλατανίτες είχαν επιλέξει ως πιο πρόσφορο σημείο κατασκευής του γεφυριού εκείνο που βρίσκεται ανατολικά και στο ίδιο ύψος του Λατσαίικου μύλου. Ο παπα-Τζανής αντέδρασε έντονα και υποστήριξε πως η σημερινή του θέση έχει το πλεονέκτημα να δέχεται στο μύλο του τους πελάτες, που θα έρχονταν να αλέσουν τα σιτάρια τους από τα γειτονικά χωριά.
Η ιστορία του επομένως συνδέεται με το κτίσμα και παρατίθεται παρακάτω όπως γλαφυρά και παραστατικά την έχει αφηγηθεί ο Βασίλειος Χ. Κούκλης σε βιβλίο του : «Ο παπα-Τζανής βρέθηκε από διάφορα συμβολαιογραφικά έγγραφα ότι, κατά το έτος 1878, ήταν ιερέας στον Πλάτανο. Θα πρέπει όμως ιερέας να είχε γίνει πολύ παλαιότερα, αφού κατά την πλατανίτικη παράδοση το έτος 1826, όταν τα βάρβαρα στίφη του Άραβα επιδρομέα Ιμπραήμ έφτασαν στον Πλάτανο, ήταν ιερέας και μάλιστα μεγάλωνε στο σπίτι του ένα ορφανό Τουρκόπουλο, το οποίο ακολούθησε στη συνέχεια τα στρατεύματα του Ιμπραήμ και εγκατέλειψε τον Πλάτανο.
Το Τουρκόπουλο το πήρε στο σπίτι του ο Παπαγιάννης Τζανής από φιλεσπλαχνία και του παρείχε τροφή και κατοικία για να ζήσει. Ο παπα-Τζανής το Τουρκόπουλο το βάφτισε χριστιανό και του έδωσε το όνομα Σάββας. Η βάφτιση δεν έγινε στην εκκλησία του χωριού, αλλά στη Νεροτριβή του χωριού που βρισκόταν κάτω από του Σταύρου του Γαρδελίνου το σπίτι και πάνω από τις Σχαρές. Ο παπα-Τζανής φοβότανε να έχει το Τουρκόπουλο μέσα στο σπίτι του, επειδή είχε τρία κορίτσια για το λόγο αυτό του κατασκεύασε ένα πρόχειρο καλύβι στην τοποθεσία Άλβες ή Άλοβες, όπου έμενε το χειμώνα και ένα καλύβι στους Ταταρήδες όπου έμενε το καλοκαίρι. Εκεί η παπαδιά του πήγαινε το φαγητό και ότι άλλο μπορούσε για να το βοηθήσει να επιζήσει. Το Τουρκόπουλο, όπως η παράδοση μας λέει, έγινε η αιτία πολλά από τα Πλατανίτικα σπίτια να γίνουν παρανάλωμα της φωτιάς, αφού υπέδειξε το ίδιο στα στρατεύματα του Ιμπραήμ τα σπίτια εκείνων των Πλατανιτών, που του είχαν συμπεριφερθεί σκληρά, ενώ αντιθέτως δεν πειράχθηκαν τα σπίτια εκείνων που του είχαν συμπεριφερθεί με αγάπη και συμπόνια.»
Οι χτιστάδες του γεφυριού δεν είναι γνωστοί. Να ήταν Πελοποννήσιοι...ή Ηπειρώτες από την Πυρσόγιαννη, που ήταν ξακουστοί στο χτίσιμο των γεφυριών;
Τούτο το γεφύρι έδωσε στον ξωμάχο αγρότη, στον απλοϊκό τσοπάνο, στον ανήσυχο αγωγιάτη, στον κάθε ταξιδευτή περισσή ασφάλεια και τον έκανε να αισθάνεται δέος αλλά συγχρόνως και ευγνωμοσύνη για το δημιουργό του. Το Πετρογέφυρο του Πλατάνου το χάρηκαν πιο πολύ απ' όλους οι ταλαιπωρημένοι Πλατανίτες αγωγιάτες και τσοπάνηδες, που ανηφορίζανε στην καλντεριμένια σκάλα, οι πρώτοι για να μεταφέρουν την πραμάτεια τους στην παραλιακή Κυνουρία και Αργολίδα και οι δεύτεροι για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους στα βοσκοτόπια που βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του χωριού.
Το γεφύρι αποτελούσε κυρίως το χειμώνα την μοναδική δίοδο προς την παραλιακή Κυνουρία.»
Αποτέλεσμα ,λοιπόν, της προνομιακής θέσης του ήταν το γιοφύρι να ενώνει τα χωριά Καστάνιτσα-Σίταινα-Πλάτανος-Χάραδρος με Άγιο Πέτρο-Αι-Γιάννη-Ορεινή Μελιγού και περιοχή Άστρους, ακόμη μέχρι και Λεωνίδιο.
Έτσι εξυπηρετούνταν οι ανάγκες των ντόπιων κατοίκων και των περιηγητών από τον Πλάτανο προς τα παράλια της Κυνουρίας, αφού ήταν η μοναδική έξοδος για τους αγρότες και τους τσοπάνηδες προς την ανατολική Κυνουρία και την Αργολίδα. Επιπλέον, οι κάτοικοι των διπλανών χωριών Αϊ-Γιάννης, Μελιδού και Χάραδρος μετέφεραν τα δημητριακά τους προς τους νερόμυλους του Πλάτανου, που ήταν κοντά στο γεφύρι.
Το κατάστρωμα του γεφυριού ήταν καλντεριμωτό, ίχνη του οποίου φαίνονται ακόμα παρά την επίστρωση τσιμέντου, που έχει γίνει πάνω του κατά περιόδους. Παρόμοια όψη είχε και το μονοπάτι που κατηφόριζε από το χωριό προς το γεφύρι, σημεία του οποίου διακρίνονται ακόμη.
Σήμερα έχει κατασκευαστικά προβλήματα στα βάθρα και το τόξο και χρειάζεται άμεσες επισκευές. Στο παρελθόν έγιναν δύο επεμβάσεις χωρίς όμως την συνδρομή των ειδικών - η πρώτη το 1936 και η επόμενη το 1984 –με αποτέλεσμα να μην λυθεί το πρόβλημα. Κατά συνέπεια τα σημάδια της εγκατάλειψης είναι φανερά και ο κίνδυνος κατάρρευσης μεγάλος.