Πλάτανος

Περιγραφή Τοπικού Δομικού Συστήματος

ΑΞΟΝΟΜΕΤΡΙΚΟ ΟΙΚΙΑΣ ΚΟΥΣΟΥΛΑ

Το κτήριο 1, Οικία Κούσουλα, επιλέγχθηκε να γίνει αξονομετρική τομή, χάρις την ακεραιότητα της μορφής του, η οποία διατηρήθηκε λόγω της εγακατάλειψης του από τους ιδιοκτήτες του.

Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα τηε τυπολογίας που συντάνται στον οικισμό. Πρόκειται για διώροφο, λίθινο, κεραμοσκέπαστο κτίσμα, μακρινάρι, κάθετο και έχοντας μέτωπο στο δρόμο και στις υψομετρικές καμπύλες ανεξαρτήτως κλίσης. Η είσοδος γίνεται στη μεγάλη πλευρά του ανωγιού μέσω πλευρικής σκάλας. Συνήθως διατηρείται ανεξαρτησία μεταξύ των ορόφων τόσο σε λειτουργικό επιπέδο, όσο και επίπεδο πρόσβασης. Το λειτουργικό τυπικό του κτίσματος αποτελειται απο ισόγειο χώρο (ΚΑΤΩΙ), ο οποίος λειτουργεί ως αποθηκευτικός χώρος, στάβλος ή και μαγαζί όταν βρίσκεται σε εμπορικές περιοχές, ενώ στο ανώγι βρίσκονται οι χώροι διημέρευσης, δηλαδή η σάλα (καλοκαιρινό) και το χειμερινό ή γωνία.

Το τοπικό δομικό σύστημα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα υλικά, στα οποία είναι δυνατή η πρόσβαση, η δυνατότητα και γνώση της επεξεργασίας τους, τόσο ώς πρός την συνθετική αναζήτηση, όσο και ώς πρός τη στατική λειτουργία. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι η πέτρα, στις τοιχοποιίες λαξευμένη ή μή, της οποίας η οικοδόμηση της επιτυγχάνεται με τη χρήση συνδετικών αργιλοκονιαμάτων και σπανιότερα με υδραυλικές κονίες με τριμμένο κεραμύδι. Επίσης κατα την πλειοψηφία χρησιμοποιήτω ασβέστης ως τελική επιφάνεια των κτισμάτων. Τα πατώματα ν ήτανε ξύλινα, καθώς ο Πλάτανος λόγω της ύπαρξης του νερού, έχει αφθονία ξύλων.

Ξεκινώντας από κάτω προς τα πάνω, πρώτα γινόταν η θεμελίωση του κτίσματος πάνω στα αγκωνάρια, των οποίων η σταθεροποίηση γινόταν με σιδερένια γύφτικα καρφιά, που στο κεφάλι τους είχαν δύο προεξοχές σε σχήμα Τ και το μήκος τους ήταν μεγαλύτερο από το πάχος των αγκωναριών για να τα συγκρατούν. Αφού γινόταν η θεμελίωση ορθονώταν η λιθοδομή, εντός της οποίας τοποθετούνταν στρώσεις από ξυλα (ξυλοδεσιές) για το καλύτερο δέσιμο των τοίχων. Το ύψος της λιθοδομής εξαρτιόταν από την οικονομική κατάσταση του νυκοκοίρη.  Όταν η λιθοδομή έφτανε τα 3-4 μέτρα, αφήνονταν θποδοχές για τα δοκάρια που θα στήριζαν το ξύλινο πάτωμα. Πατώματα επίσης στήριζονταν και σε θολοδομές, οι οποίες κτίζοταν παράλληλα με τη λιθοδομή στο ισόγειο. Αφού τελείωνε η κατασκευη του κελύφους και των πατωμάτων, ακολουθούσε η κατασκευή της στέγης. Αρχικά πάνω στις τέσσερις επιφάνειες των τοιχών του σπιτιού, τοποθετούσαν σε όλο το μήκος μεγάλα ξύλα πάνω στα οποία θα στηρίζονταν τα ψαλίδια, τα οποία σχημάτιζαν ισοσκελή τρίγωνα. Τα ψαλίδια, συνδέονταν μεταξύ τους, μέσω του κορφιά. Η σύνδεση των ξύλων της οροφής γίνεται με πολύ μεγάλες πρόκες ανάλογα με το πάχος τους. Πάνω από τα καδρόνια που δηιουργούσαν τα ψαλίδια, τοποθετούσαν ένα πέτσωμα από ξύλινα σανίδια, εκεί όπου στο τέλος τοποθετούσαν τα κεραμύδια. Εσσωτερικά της οροφής και σε απόσταση 4-5 μέτρων από το πάτωμα κατασκευαζόταν το νταβάνι από ξύλινα σανίδια με αποτέλεσμα το σπίτι να μένει δροσερό το καλοκαίρι και πίο ζεστό το χειμώνα, χάρις τη θερμομόνωση του στρώματος του κενού αέρα εντός της στέγης. Τέλος ακολοθούσε η κατασκευή των κουφωμάτων,η οποία γινόταν με ντόπια ξυλεία.

Σύμφωνα με την ιστορία και την παραδοση η ανοικοδόμηση ενός σπιτιού,ήταν μία επίπονη και χρονοβώρα διαδικασίαμ καθώς η οικογένεια θα έπρεπε να εξασφαλίση τα υλικά και να τα μεταφέρει με δικο της τρόπο. Συνεπώς αυτή η περίοδος συλλογής αλλά και μεταφοράς μπορούσε να κρατήσει μέχρι και μερικά χρόνια. Η παράδοση λέει, πως για τη θεμελίωση του σπιτιού απαραίτητη ήταν η θυσία ενός κόκορα, που με το αίμα του στέριωνε το σπιτι . Το κρέας του το τρωγανε οι χτιστάδες κοκκινιστό με μακαρόνια, χυλοπίτες ή ρύζι. Κατα τη θεμελίωση γινότανε επίσης αγιασμός και μετά ξεκινούσε η οικοδομή.