Το κτήριο, ιδιοκτησίας οικογένειας Γιαννούλη, ευρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του οικισμού και πλησίον του κεντρικού ρέματος, που χωρίζει το χωριό σε δύο τμήματα. Σύμφωνα με πληροφορίες από έναν εκ των κληρονόμων, κατασκευάστηκε περί το 1926.
Αποτελείται από δύο επίπεδα, έχει συνολικό ύψος 6,55 μ. και καλύπτεται από τετράρριχτη ξύλινη στέγη, που έχει ύψος 1,60 μ. Είναι τοποθετημένο και θεμελιωμένο πάνω σε βραχώδες έδαφος και έντονα επικλινές, αλλά λόγω της διάβρωσης και αποσάθρωσης που προκαλεί το νερό του ρέματος τους χειμερινούς μήνες, υπάρχει ψήλο λιθόκτιστο, αναλημματικό τοιχίο, που συγκρατεί το έδαφος στην πλευρά που έρχεται σε επαφή με το νερό.
Το χαμηλότερο επίπεδο είναι ισόγειο, έχει τετράπλευρο περίγραμμα με επιφάνεια 56,00 μ2, ελεύθερο ύψος 2,30 μ. και περιλαμβάνει χώρο σταυλισμού ζώων, χώρο αποθήκευσης ζωοτροφών και χώρο αποθήκευσης καυσόξυλων, με μια είσοδο από τη στενή πλευρά της κάτοψης.
Ο όροφος έχει περίγραμμα σχήματος τετραπλεύρου, επιφάνεια 56,00 μ2 , ελεύθερο ύψος 3,38 μ. , μια ανεξάρτητη από το ισόγειο είσοδο, που γίνεται διαμέσου μονοπατιού από τη μακριά πλευρά της κάτοψης. Ο χώρος, που εσωτερικά δε διατηρεί κάποιο από τα στοιχεία διαμερισματοποίησης και είναι ενιαίος, παλιά αποτελούσε την κατοικία πολυμελούς οικογένειας.
Στο επίπεδο της στάθμης του ορόφου, υπάρχουν απολήξεις ξύλινων δοκαριών, που δηλώνουν την παρουσία προβόλου στο παρελθόν.
Σχετικά με το σύστημα κατασκευής του κτηρίου, αναφέρεται ότι ο φέρων οργανισμός του, αποτελείται από το σύνολο των λίθινων περιμετρικών του τοίχων, που έχουν πάχος 0,60 μ. Πρόκειται για το δομικό σύστημα της φέρουσας τοιχοποιίας, όπως αυτό εφαρμόστηκε στην ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική.
Τα κουφώματα του κτηρίου (Θύρες και παράθυρα) είναι ξύλινα και φτιαγμένα πρόχειρα, πλέον, με απλές σανίδες. Το ξύλινο πάτωμα του ορόφου στηρίζεται σε δοκούς κυκλικής διατομής με διάμετρο 0,13 μ. (πρόκειται για φυσικούς κορμούς δέντρων) που επικαλύπτονται από τάβλες πλάτους 0,14μ.
Επίχρισμα φέρουν οι λίθινοι τοίχοι, πλέον, μόνο σημειακά στο εξωτερικό της τοιχοποιίας, ενώ όλη η εσωτερική επιφάνεια του κτηρίου είναι ανεπίχριστη.
Σχετικά με την κατάσταση της κατασκευής, αναφέρεται ότι το κτήριο έχει υποστεί φθορές από την πλήρη εγκατάλειψή του κατά τα τελευταία 70 χρόνια. Περίπου μια εικοσαετία μετά την πρώτη του κατοίκηση, εγκαταλείφτηκε, καθώς λόγω της τοποθέτησής του πλάι στο ρέμα, τα επίπεδα υγρασίας ήταν πολύ αυξημένα, με αποτέλεσμα 3 νεαρά μέλη της οικογένειας να ασθενήσουν και να χάσουν τη ζωή τους. Έτσι κρίθηκε σχεδόν ακατάλληλο για κατοίκηση, λόγω των συνθηκών που δημιουργούσε το ρέμα, που περνάει σχεδόν μέσα από την αυλή του.
Οι φθορές αυτές εντοπίζονται στην κατάρρευση του ξύλινου προβόλου της πρόσοψης στο επίπεδο του ορόφου, στην αντικατάσταση των κουφωμάτων με απλό σανίδωμα (σώζεται μόνο η πόρτα εισόδου στο ισόγειο), και στην επικάλυψη μεγάλου μέρους των ξυλοδεσιών ή σε σημεία και στην αντικατάστασή τους από μπετόν. Ικανοποιητική είναι η κατάσταση της λίθινης τοιχοποιίας και της στέγης, η οποία αντικαταστάθηκε πλήρως και πρόσφατα.
Αξίζει να σημειώσουμε την ύπαρξη ειδικά διαμορφωμένης πολεμίστρας στο ισόγειο.