To δίκτυο των δρόμων της Ζάτουνας αποτελείται από έναν κεντρικό δρόμο και ένα σύνολο μονοπατιών προς διαφορετικές κατευθύνσεις, τα οποία δημιουργήθηκαν με σκοπό να εξυπηρετούν κάθε καινούριο προορισμό του οικισμού.
Ο δρόμος αναπτύσσεται παράλληλα στις υψομετρικές καμπύλες του εδάφους, στον άξονα ανατολής-δύσης, κάτι που διασφαλίζει την ομαλότητά του και την πιο εύκολη πρόσβαση σε αυτόν. Στο παρελθόν, παρατηρούταν στις παρειές του συρροή όλων των οικονομικών και εμπορικών δραστηριοτήτων, κάτι που έχει περιοριστεί σήμερα σε μόνο δύο καφενεία και μία ταβέρνα. Η ύπαρξη του άξονα αυτού αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο στη συγκρότηση του οικισμού και συμβάλλει στην εύκολη κατανόηση της δομής του, αφού διαχωρίζει ξεκάθαρα το χωριό σε δύο βασικά κομμάτια (το βόρειο και το νότιο).
Τα μονοπάτια αναπτύσσονται κυρίως κάθετα στις υψομετρικές γραμμές, επομένως έχουν και μεγάλη κλίση, διασχίζουν τις γειτονιές του χωριού, ενώνοντας τις μεταξύ τους αλλά και με τον κεντρικό δρόμο, μέσω διαφορετικών κάθε φορά διαδρομών. Έχουν ακανόνιστη μορφή, καθώς ακολουθούν τα περιγράμματα των προσκείμενων κτιρίων. Αναπτύσσονται ελεύθερα στην επιφάνεια του οικισμού, μη έχοντας σταθερό πλάτος. Μεγάλη ποικιλία υπάρχει και στις ποιότητες των δρόμων, καθώς χρησιμοποιούνται διάφορα υλικά (πλακόστρωση, ασφαλτόστρωση, με χώμα, βαθμιδωτά και μη), ενώ οι οπτικές φυγές προς το φυσικό περιβάλλον δημιουργούν μια πολύ ευχάριστη αίσθηση.
Όσον αφορά στα πλάτη των δρόμων, παρατηρείται μια ξεκάθαρη διαφορά ανάμεσα σε αυτό του κεντρικού και σε αυτά των μονοπατιών. Προφανώς, ο κεντρικός δρόμος της Ζάτουνας έχει μεγαλύτερο πλάτος από τα δρομάκια που οδηγούν στις κατοικίες πέρα από αυτόν, αφού εκτός απ’ το γεγονός ότι αποτελεί τον βασικό κορμό πάνω στον οποίο αναπτύσσεται με διακλαδώσεις ο οικισμός, είναι και ο περιφερειακός που ενώνει τη Ζάτουνα με άλλα χωριά της Γορτυνίας και το μεγαλύτερο πλάτος του εξυπηρετεί την κίνηση των οχημάτων. Εντούτοις, ακόμα και κατά μήκος του ίδιου του κεντρικού δρόμου παρατηρούνται διαφοροποιήσεις, αφού εντοπίζονται αυξομειώσεις στο πλάτος του που, σε συνδυασμό με τα ύψη των κτιρίων, δημιουργούν πιο στενές ζώνες (τομή 4), αλλά και πλατώματα.
Ταυτόχρονα, συγκρίνοντας και τη διάταξη των κτισμάτων σε σχέση με τους δρόμους στους οποίους πρόσκεινται, μπορούμε να διακρίνουμε ότι τα πρώτα είτε τοποθετούνται πάνω στην γραμμή των δεύτερων, είτε πιο μέσα, αυξάνοντας τοπικά το πλάτος του δρόμου ή την απόσταση των κτιρίων (τομή 2,3).
Τέλος, παρόλο που τα πλάτη των μονοπατιών στην πλειοψηφία τους δεν είναι πολύ μεγάλα, η έντονη κλίση του εδάφους δημιουργεί μια διαβάθμιση στα ύψη των κτιρίων που πρόσκεινται σε αυτά με αποτέλεσμα ο περπατητής να έχει όμορφες οπτικές φυγές προς το φυσικό τοπίο.