Πρόκειται για ένα διώροφο κτήριο, τύπου Γ κάτοψης, σε μέτρια κατάσταση διατήρησης. Βρίσκεται στον εξωτερικό δακτύλιο του οικισμού, σε χαμηλότερο επίπεδο από την εκκλησία των Αγίων Ανάργυρων. Εισέρχεται κανείς από την νότια όψη του κτηρίου σε έναν διάδρομο που χωρίζει στην μέση την κάτοψη, ο οποίος οδηγεί στην σκάλα για το δεύτερο επίπεδο. Δεξιά και αριστερά του προαναφερθέντος διαδρόμου, παρατάσσονται οι χώροι αποθήκευσης και η κουζίνα. Τα δωμάτια στην δυτική όψη έχουν ένα τζάκι το καθένα και το ένα από αυτά φαίνεται ότι ήταν για το μαγείρεμα. Κάτω από την σκάλα βρίσκεται ένα μικρό δωμάτιο αποθήκευσης. Στο ισόγειο στην ανατολική πλευρά του κτηρίου υπάρχει χώρος υπερυψωμένος κατά ένα ρίχτι όπου στο κέντρο του υπάρχει πηγάδι και είχε και την χρήση αποχωρητηρίου. Στο δεύτερο όροφο βρίσκονταν οι χώροι ύπνου. Σε σχέση με τον βαθμό παρεμβάσεων, στο συγκεκριμένο κτίριο δεν παρατηρείται κάποια σημαντική, πέρα του μαρμάρινου εξώστη με φουρούσια τα οποία προσθέτουν βάρος στο πρέκι της πόρτας εισόδου.
Το κτίριο δεν κατοικείται εδώ και καιρό. Από τις μαρτυρίες κατοίκων και τα στοιχεία επεμβάσεων που παρατηρήθηκαν, ήταν εμφανές ότι έχει περάσει από διάφορες χρήσεις, ξεκινώντας ως σπίτι μιας ανώτερης κάστας ανθρώπων του χωριού, κατόπιν ως νοσοκομείο-κέντρο νοσηλείας στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η τελευταία χρήση που έλαβε, ήταν αυτή του “αστυνομικού κρατητηρίου” όπως χαρακτηρίσθηκε με μία επιφύλαξη και χωρίς πολλές κουβέντες από τους κατοίκους. Από αρκετά δεδομένα όμως, όπως σκόρπιες λέξεις, η αρνητική στάση των κατοίκων να μας δώσουν πληροφορίες για το κτίριο, η δίφυλλη πόρτα στον δεύτερο όροφο με γραμμένες πάνω της τις ημερομηνίες κράτησης και τα ονόματα των συλληφθέντων μαζί με φράσεις, καθώς και παρόμοια στοιχεία γραφής στο μικρό, ασφυκτικό δωμάτιο κάτω από την σκάλα, μας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι το σπίτι ήταν ένα μέρος βασανιστηρίων στη διάρκεια του εμφυλίου.