Η μελέτη του οικισμού του Τρικερίου οδηγεί στην ακόλουθη κατασκευαστική ανάλυση με τη μορφή αξονομετρικής τομής ενός τυπικού μονόχωρου ισογείου κτίσματος, η οποία περιγράφει όλα τα επί μέρους κατασκευαστικά συστήματα και στοιχεία, καθώς και τη συγκρότησή τους σε ένα ενιαίο δομικό σύνολο, έτσι όπως εντοπίστηκαν στην πλειονότητα των κτιρίων του οικισμού.
Το τοπικό οικοδομικό σύστημα είναι βασισμένο στη λιθοδομία και την ξυλουργική, με βασικά υλικά κατασκευής την πέτρα, λαξευμένη ή μη, το ξύλο και ορισμένα συνδετικά κονιάματα, υλικά, δηλαδή, προερχόμενα από το άμεσο φυσικό περιβάλλον.
Ο φέρων οργανισμός του κτιρίου αποτελείται από τις πέτρινες τοιχοποιίες με εξαιρετική μηχανική αντοχή σε θλιπτικές καταπονήσεις, τις οποίες διατρέχουν περιμετρικά ξυλοδεσιές που δεν επιτρέπουν την παραμόρφωση του σχήματός τους, ενισχύοντας έτσι τη στερεωτική τους ικανότητα. Έτσι, τελικά, οι τοιχοποιίες διαμορφώνουν ένα ενιαίο κέλυφος πάνω στο οποίο εδράζεται η στέγη και οι ξύλινοι δοκοί του πατώματος.
Στην περίπτωση των ανοιγμάτων, η μεταφορά των φορτίων εκατέρωθεν τους επιτυγχάνεται με ενιαίο πρέκι το οποίο μεταφέρει τα φορτία στα αγκωνάρια του ανοίγματος και στην τοιχοποιία. Ο χειρισμός των γωνιών των ανοιγμάτων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, με λαξευμένους μεγαλύτερους γωνιόλιθους. Τα κουφώματα είναι ξύλινα, η κάσα τοποθετείται σε υποχώρηση εσωτερικά στην τοιχοποιία, ενώ το επίσης ξύλινο σκούρο τοποθετείται εξωτερικά.
Το κτίριο είναι, επίσης, επιχρισμένο, τόσο εσωτερικά, όσο και εξωτερικά, όπως άλλωστε ήταν και τα κτίρια στην πλειονότητά τους, με το σοβά συχνά επιχρωματισμένο με φυσικά χρώματα (ώχρα, κεραμιδί, λουλακί κ.ά.).
Η επίστεψη γίνεται με μια τρίριχτη στέγη. Ο σκελετός της αποτελείται από ξύλινες διατομές, οι οποίες έπειτα στρώνονται με γαλλικά κεραμίδια. Οι διατομές αυτές, των οποίων οι ονομασίες εμφανίζονται στο παρακάτω σκίτσο, είναι διαφορετικής βαρύτητας για τη στατικότητα της στέγης. Ο μπαμπάς, το βαρύνουσας σημασίας ξύλινο μέρος της στέγης, βρίσκεται στο κέντρο αυτής και δεν εδράζεται στα πατερά αλλά στηρίζεται από τις αντίθετες δυνάμεις που ασκούνται σ’ αυτών διαμέσου των δύο μαχιών. Οι μαχιές παραλαμβάνουν τις μεγαλύτερες δυνάμεις στήριξης της στέγης και εδράζονται στις δύο μπροστινές γωνίες του κτιρίου. Τα πατερά εδράζονται στους δύο αντιδιαμετρικούς τοίχους και διατηρούν ορισμένα από τα τσιμπίδια σταθερά στη θέση τους, ενώ το ίδιο κάνουν και οι κατωμαχιές για τις μαχιές. Για τις συνδέσεις των ξύλων αυτών δημιουργούνται εγκοπές- τακούνια. Πάνω στα τσιμπίδια και κάθετα προς τη διεύθυνσή τους καρφώνονται ξύλινες τάβλες μικρού πάχους οι οποίες αποτελούν τη βάση έδρασης των κεραμιδιών. Ολόκληρη η στέγη καρφώνεται σε τάβλες που διατρέχουν ολόκληρη τη στέγη και είναι μικρής διατομής, οι οποίες εξασφαλίζουν το καλό αλφάδιασμά της. Η στέγη δε συνδέεται άρρηκτα με τους λίθινους τοίχους του κτιρίου παρά θα μπορούσε κανείς να τη σηκώσει από τη θέση της αφήνοντας το υπόλοιπο κτίσμα ανέγκιχτο.
Το γωνιακό αυτό κτίριο είναι προσβάσιμο και από τα δύο καλντερίμια με εισόδους και στις δύο του όψεις, ανατολική και βόρεια, ενώ, παράλληλα, συνδέεται εσωτερικά με πόρτα με το όμορο κτίριο. Η ιδιόμορφη πρόσβαση της βόρειας πλευράς, διαμορφωμένη ως πλάτωμα στη συμβολή των δύο καλντεριμιών, αποδίδεται στην παλαιότερα εμπορική χρήση του κτιρίου ως κρεοπωλείο.
Το χτίσιμο των ντόπιων μαστόρων έχει προσδώσει στον οικισμό έναν συγκεκριμένο δομικό χαρακτήρα, συχνά αναγνωρίσιμο, ως δείγμα της ευρύτερης αρχιτεκτονικής ταυτότητας των πηλιορείτικων κτισμάτων. Η εξέλιξη του δομικού συστήματος στο χρόνο αφορά κυρίως την τεχνική τελειοποίηση των ίδιων βασικών μεθόδων και τη χρήση τελειότερων υλικών.