Το Πήλιο είναι βουνό στο Νομό Μαγνησίας δίπλα στην πόλη του Βόλου. Μέσα στα πυκνότατα δάση του βρίσκονται τα χωριά, γεμάτα από ψυχρά και καθαρά νερά. Τα χωριά είναι πάρα πολλά, αν και στην περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού έκαναν λόγο για εικοσιτέσσερα χωριά (βιβλίο γεωγραφίας των Δανιήλ ιερομονάχου και Γρηγορίου ιεροδιακόνου των Δημητριέων καθώς και διαφόρων άλλων, του 1791). «Η χώρα αυτή είναι από τις ωραιότερες που μπορεί να δει κανείς στον κόσμο», έγραφε ο Bjornstahl (συγγραφέας του βιβλίου Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας) to 1779, γοητευμένος από την πρώτη του γνωριμία με το πηλιορείτικο τοπίο. Τόσο η μορφολογία του εδάφους και το μικροκλίμα, όσο και οι ιδιοτυπίες των επιμέρους ομάδων χωριών, υποβάλλουν τη διαίρεση του Πηλίου σε τρεις περιοχές: στο Δυτικό, το Ανατολικό και το Νότιο Πήλιο.
Τα πηλιορείτικα σπίτια, η πιο εντυπωσιακή έκφραση της οικονομικής και πολιτιστικής «απογείωσης» των «εικοσιτεσσάρων» χωριών, κατά τους χρόνους του νεοελληνικού διαφωτισμού, απέσπασαν το θαυμασμό περιηγητών και ιστορικών ήδη από την εποχή του μεγάλου οικοδομικού οργασμού του όψιμου 18ου αιώνα. Οι αναφορές σ’ αυτό το τεχνοτροπικά ενιαίο σύνολο δεν σταμάτησαν από τότε. Ιστορικοί, ιστοριοδίφες, τοπικοί λόγιοι, λογοτέχνες, αρχαιολόγοι, προσέθεταν, με τον τρόπο τους, στις γενικές γνώσεις για την πηλιορείτικη αρχιτεκτονική. Έτσι, το αρχιτεκτονικό περιεχόμενο του Πηλίου εθεωρείτο γενικά σωστό, παρ’ όλο που έλειπε η τεκμηριωμένη επιστημονική διερεύνηση. Έτσι κι εμείς με τη σειρά μας κληθήκαμε να μελετήσουμε και να αποτυπώσουμε εξονυχιστικά (σε συνεργασία με άλλες δύο ομάδες της σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ) ένα χωριό του Πηλίου που καθορίστηκε από τους διδάσκοντες.
Το χωριό που κληθήκαμε να μελετήσουμε είναι το τελευταίο του Νοτίου Πηλίου, απομονωμένο στο νοτιότατο άκρο του, στην κορυφή του βουνού: το Τρίκερι. Η ιστορία του είναι αρκετά περίπλοκη και συχνά γίνεται λόγος για παλιό και νέο Τρίκερι. Στην αρχή υπήρχε το μικρό νησί ‘Παλαιό Τρίκερι’ (ο Όμηρος χαρακτηριστικά το ονόμαζε Κικύνηθο), που λέγεται ότι άρχισε να κατοικείται ήδη από τη Λιθική εποχή. Οι κάτοικοι έζησαν εδώ μέχρι τους φοβερούς σεισμούς του 6ου αιώνα μ.Χ. όταν μετακόμισαν στις πλαγιές του Θεριάκοντα. Όμως, ούτε εκεί μπόρεσαν να ησυχάσουν αφού στα χρόνια του ύστερου μεσαίωνα το νησί υπέφερε πολύ από τους πειρατές. Αυτή ήταν και η αιτία που το νησί εγκαταλήφθηκε και οι κάτοικοί του πέρασαν στην απέναντι στεριά και έχτισαν το Νέο Τρίκερι, που τους προσέφερε περισσότερη ασφάλεια. Κάποιες πηγές όμως αναφέρουν ότι πρωτοκατοικήθηκε από Μανιάτες, πρόγονους των σημερινών Τρικεριωτών, οι οποίοι εκδιωγμένοι, έφτασαν στο νησί από την θάλασσα στις αρχές του 17ου αιώνα. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την παράδοση, οι κάτοικοι ανηφορίζοντας το λόφο κρατούσαν τρία αναμμένα κεριά. Εκεί που τα κεριά έσβησαν, στο λόφο της Αγίας Τριάδας, έχτισαν την εκκλησία και τα σπίτια και δημιουργήθηκε ο πρώτος πυρήνας του οικισμού. Σιγά-σιγά σχηματίστηκε το χωριό, σκαρφαλωμένο στο Τισσαίο όρος.
Όσον αφορά την ονομασία του χωριού, λέγεται ότι προέρχεται είτε από την ιστορία με τα τρία κεριά που άναψαν οι κάτοικοι, είτε από την γεωγραφική θέση του χωριού – περιστοιχίζεται από τον Παγασητικό κόλπο στο βορρά, τον Β. Ευβοϊκό στα νότια και το Αιγαίο στα ανατολικά, και γίνεται λόγος για τους τρεις διαφορετικούς «καιρούς» που το χαρακτηρίζουν. Άλλες πηγές λένε ότι το όνομα αποδίδεται στα τρία ακρωτήρια του νησιού (Κορακιάς, Παρδαλός, Αλέλη), το οποίο και πρωτοπήρε το όνομα, είτε στα τρία ακρωτήρια του ορεινού χωριού (Αιάντειο, Τραχήλι, Δέρπανο). Τέλος, λέγεται ότι οφείλεται ίσως στα μικρά πλοιάρια με τρία κουπιά αποκαλούμενα τριζέρια, είτε από τη βλάχικη λέξη trecere (τρέτσερε) που σημαίνει δίαυλος και τη χρησιμοποιούσαν οι βλαχοποιμένες που έφερναν τα κοπάδια τους για να ξεχειμωνιάσουν.
Λόγω της ευκολότερης πρόσβασης από την θάλασσα παρά από την ορεινή και απόκρημνη ενδοχώρα απέκτησε χαρακτήρα νησιού και ανέπτυξε ιδιαίτερα την ναυτιλία σε συνδυασμό με μια γενικότερη ναυτική παράδοση. Απέκτησε έτσι διαφορετικό χαρακτήρα από τα άλλα χωριά του Πηλίου – ένα χαρακτήρα νησιώτικο και ιδιαίτερα εσωστρεφή. Θα λέγαμε ότι το Τρίκερι ήταν ένας πύργος ελέγχου που μεριμνούσε ιδιαίτερα για την προστασία από τους πειρατές, όπως προαναφέρθηκε. Το 1821 διέθετε έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς στόλους. Συμμετείχε τότε στην επανάσταση του Πηλίου βοηθώντας με την χορηγία 30 ιστιοφόρων πλοίων και ναυτικών στη νεοσύστατη τότε Φιλική Εταιρεία, της οποίας παράρτημα λειτουργούσε και στο ίδιο το χωριό. Μετά την κατάπνιξη της επανάστασης στο Πήλιο, η επανάσταση συνεχίστηκε στην περιοχή του Τρικερίου, αλλά και οι Τρικεριώτες υπέστησαν λίγο μετά ολοκληρωτική ήττα. Μέχρι το 1830 το χωριό προσπαθεί να ανακάμψει σταδιακά και έως το 1880 συμμαχεί άλλοτε με Τούρκους και άλλοτε με Έλληνες, σχετικά με το προς τα πού υπήρχαν οι ευνοϊκότερες συνθήκες. Το 1881 εντάχθηκε στην ελληνική επικράτεια και δημιουργήθηκε έτσι ο δήμος Αιαντείου. Από τότε βασικά μαραζώνει και μόνο στις αρχές του 20ού αιώνα γίνονται σημαντικές προσπάθειες για αυτονομία και διατήρηση του νησιώτικου χαρακτήρα του. Όλα αυτά έδειχναν δυνατά μέχρι και το 1980 που δεν διέθετε πρόσβαση από χερσαίο δρόμο και η επικοινωνία γινόταν αποκλειστικά από την θάλασσα, απ’ την απέναντι άκρη της Μαγνησίας. Από την οδική όμως ένωσή του με την πόλη του Βόλου, το χωριό υπέστη χαρακτηριστική ομογενοποίηση με τις άλλες πόλεις της Ελλάδας με την καθοριστική επιρροή του καπιταλιστικού συστήματος. Οι φθορές που υπέστη φαίνονται πάρα πολύ σήμερα και έχουν να κάνουν με τη γενικότερη εικόνα της ελληνικής επαρχίας –και μη.
Πηγές: Πηλιορείτικη Οικοδομία, Γιάννης Κίζης, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, 2007
Ανώνυμη Αρχιτεκτονική και Πολιτιστικοί Παράγοντες, Amos Rapoport-Δημήτρης Φιλιππίδης, εκδ. Μέλισσα, 2010
Τρίκερι, Γιώτα Κραβαρίτου-Μανιτάκη, εκδόσεις Νησίδες, 2006
Μαρτυρίες των κατοικων του χωριού