Οι στέγες που συναντάμε συχνότερα είναι κυρίως τετράριχτες. Τα οριζόντια δοκάρια που τις αποτελούν είναι τα χοντρότερα μέλη, διαστρώνονται κάθετα στην πρόσοψη, όπως τα δοκάρια του πατώματος αλλά αραιότερα, ενώ παράλληλα καλύπτουν όλο το κενό των από κάτω χώρων, λειτουργώντας ως βάση για την στήριξη των κεκλιμένων ξύλων της στέγης. Πάνω στην μεσαία περαστή που υπάρχει, πατάει ο κύριος ορθοστάτης της στέγης, περίπου στο κέντρο του κτιρίου, με μεγάλο ύψος, για τη δημιουργία έντονης κλίσης (40-50%). Παρατηρείται, ακόμα, η τοποθέτηση μακριών και λεπτών ξύλων που συνδέουν τις γωνιές του κτιρίου με τη βάση του “μπαμπά” , λειτουργώντας σαν διαγώνιοι οριζόντιοι ελκυστήρες. Οι περαστές της στέγης ακουμπούν και καρφώνονται μόνο στην εσωτερική ξυλοδεσιά του τοίχου, παρέχοντας το χώρο για την έδραση των πλακών και το χτίσιμο ενός αντίβαρου πάνω τους. Διαμορφώνει, λοιπόν, την άνω επιφάνεια της συνεπίπεδη με το πέτσωμα της στέγης. Στο επόμενο στάδιο, τοποθετείται λάσπη και σχιστόπλακες - καθολικά ή και περιμετρικά της στέγης, με την αργότερη προσθήκη κεραμιδιών βυζαντινού, ρωμαϊκού ή και γαλλικού τύπου. Κάπου εδώ, χρειάζεται να αναφερθούμε, στα χαρακτηριστικά φαρδιά γείσα, που αποσκοπούσαν στην προστασία, το καλοκαίρι από τον ήλιο και το χειμώνα από την βροχή.