Κάθε σπίτι στον Πεντάλοφο διαθέτει ένα, τουλάχιστον, τζάκι, καθώς, λόγω της τοποθεσίας του, τα καιρικά φαινόμενα είναι ισχυρά και τους περισσότερους μήνες τον χρόνο ο καιρός είναι κρύος. Παρατηρούνται, σε ορισμένα σπίτια, δύο καμινάδες που σημαίνει ότι υπάρχει και δεύτερο τζάκι σε άλλο δωμάτιο ώστε να εξυπηρετούνται όλες οι ανάγκες μίας οικογένειας. Συνηθίζεται, ακόμα, να χωρίζεται ένα κτήριο σε δύο κατοικίες, όχι σε επίπεδα αλλά σε όγκους, τα γνωστά «αδερφομοίρια». Το τζάκι αποτελούσε χώρο συνάθροισης, ζεστασιάς και εστίας φαγητού.
Το τζάκι είναι τοποθετημένο στη μέση του τοίχου, μέσα στην τοιχοποιία και ακολουθεί μία κατακόρυφη οπή που καταλήγει στην καμινάδα. Η διατομής είναι, περίπου, 50 επί 50 εκ., στην απόληξή της ανοίγονται ορθογώνιες χαραμάδες, ενώ επικαλύπτεται με μονόρριχτη πλακοσκέπαστη στέγη. Στο κάτω μέρος του τζακιού βρίσκεται η «πραστιά», η οποία αποτελεί την εστία της φωτιάς, εισχωρεί στο πάτωμα, είναι υπερυψωμένη κατά 5 – 8 εκ. και την οριοθετεί ένα ξύλινο πλαίσιο. Επιπλέον, οι Ζουμπανιώτες αφιέρωναν χρόνο στην διακόσμηση του τζακιού με σκαλιστά σχέδια. Η κατασκευή της βάσης του τζακιού βρίσκεται κάτω από την πραστιά (φαίνεται στο ταβάνι του κάτω δωματίου) και βασίζεται σε δύο καμπύλα ξύλα, των οποίων η μία άκρη σφηνώνονταν στο τοίχο και η άλλη στο πάτωμα. Τοποθετούνται, ακόμα, εγκάρσιες σανίδες για την ολοκλήρωση της κατασκευής. Τα περισσότερα τζάκια είναι πέτρινα αλλά σοβατισμένα, ανεξάρτητα με την υπόλοιπη εμφανή τοιχοποιία του κτηρίου.