Πεντάλοφος (Τμήμα Ε)

Ιστορικά Στοιχεία

Πεντάλοφος κατά τον Α΄ Παγκόσμιο ΠόλεμοΓενική άποψη του κάτω μαχαλά από την Στραϊτσα

Ο Πεντάλοφος Κοζάνης ή Ζουμπάνι δημιουργήθηκε από συνάφια μαστόρων που συγκεντρώθηκαν στην περιοχή και συσπειρώθηκαν χτίζοντας τα σπίτια τους το ένα κοντά στο άλλο. Ο Πεντάλοφος είναι ένα από τα γνωστά μαστοροχώρια. Το νεότερο όνομά του το πήρε στα μέσα της δεκαετίας του ’20 από τη γενική τάση της ελληνοποίησης των τοπωνυμιών. Επικράτησε μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών που διενεργήθηκε ως αποτέλεσμα της συνθήκης της Λωζάννης που διευθέτησε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Για ένα διάστημα είχε ονομαστεί Πετροβούνι, ως αντικατάσταση του λειτουργικού του ορισμού που ήταν Ζουπάνι και είχε προκύψει από τον διοικητικό του χαρακτήρα. Τη νεότερή του ονομασία την πήρε από τους τέσσερις λόφους που περιστοιχίζουν τον οικισμό, δηλαδή τους: «Ρουπάν», «Κόρακα τ’ φωλιά», «Γκραντίσκα», «Αυγο» και «Σντράνως τα δεντρα». Ο κεντρικός όπου βρίσκεται η πλατεία έχει μια προέκταση η οποία κατέληγε στη βάση που ισοπεδώθηκε και στη θέση της βρίσκεται σήμερα το προαύλιο του Γυμνασίου.

Ο οικισμός είναι ορεινός και αναπτύσσεται εκατέρωθεν της Εθνικής Οδού Κοζάνης-Ιωαννίνων. . Αποτελείται από τρεις μαχαλάδες, τον κάτω, που οργανώνεται κάτω από την εθνική οδό, στο βορειοανατολικό μέτωπο του οικισμού, τον πάνω και τον πίσω, που αναπύσσονται πάνω από την εθνική οδό, στο νοτιοδυτικό μέτωπο. Η εγκατάσταση ανθρώπων ανάγεται σε παλιότερες εποχές. Από τις λίγες πληροφορίες που έχουμε, την πρώτη κατοικήσή της μπορούμε να την συνδυάσουμε με τις μετακινήσεις των Δωριέων που έγιναν ανάμεσα στο 1100 και στο 800 π.Χ. και καθόρισαν την εξέλιξη της αρχαίας Ελλάδας. Η  πρωτόγονη κοινωνική τους οργάνωση, η συνεχής μεταναστευτικότητα και ο πολεμικός τους χαρακτήρας, καθώς δεν αποτελούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη σύνθετου πολιτισμού, έφεραν μία ύφεση στην ανάπτυξη του Μυκηναϊκού κόσμου και συσκότισαν για κάποιους αιώνες την ιστορία καθώς άφησαν ελάχιστα δείγματα της παρουσίας τους.

Τα μακεδονικά νομίσματα που αποκαλύπτονταν στην Γκραντίσκα και τα τμήματα λογχών δηλώνουν την παρουσία τακτικού στρατού στην περιοχή, γεγονός που με τη σειρά του σημαίνει κοινωνική οργάνωση. Οι ρεματιές της, πιθανώς, θα αποτελούσαν εισόδους από τη δυτική πλευρά και γι’ αυτό θα επιτηρούνταν από μόνιμη φρουρά, ενώ τα ορεινά υψίπεδά της αποτελούσαν κατάλληλους χώρους για εξάσκηση των στρατευμάτων και για χειμερινή σκληραγώγηση. Η ύπαρξη προχριστιανικών τάφων όπως φανερώνει η κατεύθυνσή τους και η συνύπαρξή τους στον ίδιο χώρο ταφής με τους χριστιανικούς, που χαρακτηρίζονται από την τοποθέτηση μιας όρθιας πέτρας στο μέρος του κεφαλιού, δηλώνουν συνεχή διαβίωση ανθρώπων στην εποχή της μετάβασης από τον αρχαίο στον ρωμαιοβυζαντινό κόσμο.

Μια άλλη ιδιαιτερότητα της περιοχής είναι γλωσσικής κατηγορίας και μας δείχνει μια νεότερη μετακίνηση πληθυσμών που έγινε σταδιακά σε διάφορες περιόδους της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Όλα τα τοπωνύμια έχουν σλαβικούς ορισμούς, ενώ κανένας από τους νεότερους κατοίκους δε μιλά τούτη τη γλώσσα ούτε συναντιούνται πολλά στοιχεία της στους ιδιολεκτικούς όρους, ενώ βλέπουμε μέσα τους καταβολές από τα τουρκικά, τα αλβανικά και κυρίως από τα αρχαία ελληνικά. Αυτό σημαίνει ότι οι Σλάβοι που κατά καιρούς την εποίκισαν, μετακινήθηκαν πάλι προς άλλους τόπους ως νομάδες κτηνοτρόφοι που ήταν ή αφομοιώθηκαν πλήρως από το ελληνικό στοιχείο. Η πρώτη μεγάλη σλαβική είσοδος έγινε το 598 μ.Χ. όταν 100.000 μέλη αυτής της εθνότητας εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία και έδωσαν αφορμή στον Φαλμεράυερ να ισχυριστεί ότι από τότε εξαφανίστηκε από την ηπειρωτική χώρα ο ελληνικός κόσμος. Η πιο ουσιαστική όμως σλαβική επέκταση έγινε στα χρόνια του Στέφανου Δουσάν που έδωσε κι έναν συστηματικό χαρακτήρα στην παρουσία της ιδρύοντας τις ζουμπανίες (συμπλέγματα οικισμών) που ο μεγαλύτερος απ’ αυτούς αποτελούσε το διοικητικό κέντρο. Από τούτη την αρμοδιότητά του πήρε το χωριό μας το όνομα Ζιουπάνι. Το ότι αποτελούσε ένα είδος συνομοσπονδίας η γενικότερη κατοικημένη περιοχή φαίνεται από το φιρμάνι του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ με σκοπό να απαλλάξει τα Ζιουπάνια, όπως χαρακτηρίζει εννιά χωριά της περιφέρειάς μας, από τον κτηματικό φόρο που τους είχε επιβάλλει ο Αλή Πασάς όταν το 1788 τα περιέλαβε στην κυριότητά του. Τα χωριά που ονομάζονται έτσι στο διάταγμα είναι το Ζιουπάνι, το Κωστάντσκο, Λιμπόχοβο, Μιραλή, Κριμίνι, Μιρασάν, Σβόλιαν, Μαιέρ και Μπόρσια.

Η αύξησή του αυτή συντελείται γύρω στο 1600 και οι αιτίες που την προκάλεσαν είναι ποικίλες. Η κυριότερη, που βρίσκεται μάλιστα καταγεγραμμένη στα κατάστιχα των ιερέων των τοπικών ναών όπως του Δημητρίου Τζηρέλλα του Πενταλόφου το 1778, του μοναχού της Αγίας Τριάδας Νεοφύτου το 1771 και του ιερέα του Διλόφου, είναι οι αλβανικές επιδρομές των άτακτων που λαφυραγωγούν τους ανυπεράσπιστους περιφερειακούς οικισμούς και τους αναγκάζουν να συγκεντρωθούν σ’ ένα οργανωμένο κέντρο που μπορεί να τους αντιμετωπίσει.

Απ’ αυτούς λένε οι μαρτυρίες καταστράφηκε ολικά ο Τσέρος, ίσως και το Παλιοκριμίνι και οι κάτοικοί τους μεταφέρθηκαν στο Ζιουπάνι και μερικοί στο Λιμπόχοβο. Ο θρύλος για τον νέο άντρα που σκότωσε τον αγά, όταν θέλησε να κοιμηθεί με την γυναίκα του την πρώτη νύχτα του γάμου, σύμφωνα με το κυρίαρχο έθιμο και ύστερα από αυτό κατέφυγε στις δασώδεις περιοχές, δηλώνει τον αποικισμό τους ως συμπτώματα κάποιον επιμέρους επαναστατικών κινήσεων. Η πληθυσμιακή πύκνωση του χώρου στις αρχές του 17ου αιώνα και η αφιέρωση του παλιότερου ναού στον Άγιο Αχίλλειο, που ήταν επίσκοπος της Λάρισας στα χρόνια του μεγάλου Κωνσταντίνου, μας οδηγεί να πιθανολογήσουμε την προέλευση ενός μέρους των εποίκων από τη Θεσσαλία. Η τοπωνυμία “ πανούκλα’ και το ξέσπασμα μιας αντίστοιχης επιδημίας στα πεδινά χωριά της Ηπείρου το 1600, σε συνδυασμό με τον θρύλο ότι σταμάτησε στο συγκεκριμένο υψίπεδο ο Άγιος Αθανάσιος δηλώνουν επίσης μια πιθανή μετακίνηση πληθυσμών από εκείνα τα μέρη.

Όλοι όσοι κατά καιρούς εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή ήταν οργανωμένοι με το πατριαρχικό σύστημα, δηλαδή ένα σύνολο συγγενικών οικογενειών που η κάθε μία διοικείται απολυταρχικά από τον γηραιότερο και όλες μαζί από μια ομάδα ισχυρών γεναρχών που στη συνέχεια εξελίχτηκε στον αναγνωρισμένο από τις επίσημες αρχές θεσμό της μουχταροδημογεροντίας, που ήταν κάτι ανάλογο με τα σημερινά κοινοτικά συμβούλια με βασική βέβαια διαφορά το ότι δεν εκλεγόταν, αλλά οριζόταν από έναν προνομιούχο κύκλο. Οι “πατριές”, όπως ονομάζονταν αυτές οι πρωτογενείς συνενώσεις, κατοικούσαν σε ιδιόκτητα εδάφη με κέντρο έναν ναό που απ’ αυτόν έπαιρναν την ονομασία τους π.χ. πατριά του Αη-Δημήτρη, της Αγίας Παρασκευής, του Άη-Χριστοφόρου κλπ. Αυτές οι μικρές ομάδες, μέσα από τη συναλλαγή τους και για λόγους καλύτερης ασφάλειας, συγκροτούσαν ευρύτερους οικισμούς όπως η Νικουρίνα, το Ριάχοβο που ονομάζεται και Παλιοχώρι, η Τσιούκα, η Καλογρίτσα, το Τσατίβι, ο Τσέρος, το Παλιοκριμίνι, η Κιάφα, η Φτέρη, το Ζάλτσι.

Όλοι αυτοί τελικά συγχωνεύτηκαν στα νεότερα χωριά, απόκτησαν πλήρη οργάνωση και από τις αρχές του 18ου αιώνα μάς αφήνουν πολλά σαφή δείγματα της παρουσίας τους, όπως δημόσια κτίρια, σκεύη, τίτλους ιδιοκτησίας, έγγραφες πράξεις συναλλαγών, διοικητικές αποφάσεις, γεωργικές κατασκευές, αρδευτικά έργα κλπ

Το χειρόγραφο ευαγγέλιο του 1556 που διασώθηκε από τη βιβλιοθήκη που διέθετε το Μοναστήρι της Αγίας Τριάδας και το Κυριακοδρόμειο του 1646, είναι δύο από τα παλιότερα γραπτά ευρήματα που μαρτυρούν οργανωμένη ζωή στην περιοχή κατά τους αντίστοιχους χρόνους.      

πηγή φωτογραφιών: https://pentalo-os-zoypani.webnode.gr/istoria-pentalofoy/   ,    Ημερολόγιο εθίμων (με φωτογραφίες του Αχιλλέα Βούγια) Ανδρέας Τρανανάς