Τον 6ο αι. π.Χ. με την κάθοδο των Σλάβων, οι κάτοικοι της Λακωνίας εκτοπίζονται και αναγκάζονται να μεταναστεύσουν χωρισμένοι σε τρεις ομάδες από τις οποίες και δημιουργήθηκαν οικισμοί στις παρακάτω περιοχές:
Οι κάτοικοι στις Παρυφές του Πάρνωνα ήταν κτηνοτρόφοι που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και κατέβαιναν στο Λεωνίδιο για να ξεχειμωνιάσουν. Απόρροια αυτού ήταν να αποτελέσουν τους πρώτους αν και όχι μονίμους κατοίκους του.
Κατά τη περίοδο της Ρωμαιοκρατίας οι Τσάκωνες ήταν απομονωμένοι διατηρώντας έτσι την καταγωγή , τη διάλεκτο, τα ήθη και τα έθιμά τους. Οι κάτοικοι της Κυνουρίας εργάζονταν σε γαιοκτήμονες ή κατέφευγαν στα βουνά και ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Την ίδια εποχή μεταναστεύουν στις πλαγιές του Πάρνωνα, τα νησιά του Αιγαίου, τον Πόντο και την Κάτω Ιταλία για να γλιτώσουν τις επιδρομές των Σλάβων. Οι τελευταίοι κατόρθωσαν να υποτάξουν ολόκληρη την Πελοπόννησο πλην της Λακωνίας.
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες χρησιμοποιούσαν τους Τσάκωνες ως καστροφύλακες για την ασφάλεια των κάστρων της αυτοκρατορίας και ως φύλακες απόμερων περιοχών («τζέκωνες»). Ακόμη πολλοί χρησιμοποιήθηκαν για να στελεχώσουν το βυζαντινό στόλο. Τον 8 ο αιώνα στην περιοχή του Πάρνωνα εγκαθίστανται σλαβικά φύλα, τα οποία σταδιακά εκχριστιανίζονται και αφομοιώνονται από τους ντόπιους.
Το Λεωνίδιο αναπτύχθηκε σαν περιοχή μετά το 1826, όταν ο τουρκικός στρατός του Ιμπραήμ κατέστρεψε την παλιά πρωτεύουσα της Κυνουρίας, τον Πραστό. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Πραστού κατέφυγαν στο Λεωνίδιο, που από το 1845 έγινε η νέα πρωτεύουσα της Κυνουρίας και πήρε το σημερινό του όνομα. Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας αλλά και της Τουρκοκρατίας, η ανατολική Πελοπόννησος παρέμεινε αδούλωτη και ανυπότακτη γεγονός που οφείλεται τόσο στην δυναμική της θέσης της περιοχής όσο και στην λεβεντιά των κάτοικων της. Η Β’ Τουρκοκρατία ξεκίνησε το 1715 μετά από την αποχώρηση των Φράγκων και οι Τσάκωνες έπαιξαν σπουδαίο ρολό στην απελευθέρωση της πατρίδας από αυτούς. Οι ίδιοι ήδη από το 1700 είχαν αρχίσει τα εμπορικά τους ταξίδια τόσο στη μεσόγειο όσο και έξω από αυτή. Ένας από τους σημαντικότερους προορισμούς με τον οποίο είχαν ισχυρές εμπορικές σχέσεις ήταν η Οδησσός, στην οποία και ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία. Αρκετοί από τους Τσάκωνες ήταν μυημένοι στην Φιλική Εταιρεία και ήταν αυτοί που οχύρωσαν την ανατολική Πελοπόννησο για την επανάσταση του ΄21.
Η απομόνωση των κατοίκων που προαναφέρθηκε μέχρι τις περιόδους οικονομικής ευημερίας από το εμπόριο είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες για την διατήρηση της διαλέκτου. Με βάση την απογραφή του 1911 στην περιοχή του Λεωνιδίου υπήρχαν 2500 οικογένειες οι οποίες μιλούσαν αποκλειστικά την τσακώνικη διάλεκτο. Η τσακώνικη διάλεκτος είναι επιβίωση της αρχαίας δωρικής και με διάφορες λεξιλογικές και φθογγολογικές αλλαγές διατηρείται ως τις μέρες μας. Η συναναστροφή των κατοίκων μέσω του εμπορίου με περιοχές όπως η Κωνσταντινούπολη και η Οδησσός είναι υπεύθυνη τόσο για τις αλλαγές στην τσακωνική διάλεκτο (π.χ. τζ -> τσ) όσο και για την ώθηση των Τσακώνων να γνωρίσουν νέες γλώσσες. Τα τελευταία χρόνια γίνονται κάποιες ενέργειες να διασωθεί η διάλεκτος μέσω μαθημάτων στα δημοτικά σχολεία και μέσω μαθημάτων για ενήλικες. Τέλος, η τσακώνικη διάλεκτος συναντάται στους παρακάτω οικισμούς της περιοχής: Λεωνίδιο, Πραγματευτή, Τυρό, Σαπουνακαίικα, Άγιο Ανδρέα, Πραστό, Σίταινα, Καστάνιτσα, Σαμπατική, Λιβάδι, Παραλία Τυρού, Βασκίνα, Παλιοχώρι.