Πρόκειται για ένα διώροφο κτίσμα στα νοτιοανατολικά της περιοχής μελέτης και σχετικά απομονωμένο από τον κεντρικό πυρήνα του χωριού. Σύμφωνα με πληροφορίες, στην περιοχή αυτή κτίζονταν τα πιο φτωχικά σπίτια του χωριού λόγο της εγγύτητας με τις χωρικές εκτάσεις και μάλιστα τα περισσότερα κτίσματα ήταν στάβλοι και αχυρώνες. Σήμερα η δόμηση είναι αισθητά πιο αραιή σε σύγκριση με το υπόλοιπο χωριό, με πολλά κτίσματα είτε εξολοκλήρου σύγχρονα είτε ερειπωμένα, όπως και το προκειμένο.
Κύριο χαρακτηριστικό του κτίσματος αποτελεί η προσαρμογή του στην φυσική κλίση του εδάφους γεγονός που γίνεται αμέσως αντιληπτό από τον περιπατητή. Η είσοδος γίνεται από το ψηλότερο επίπεδο στον χώρο της κατοικίας όπου παρουσιάζεται ως ενιαίος χώρος ( πιθανώς να υπήρχαν τοίχοι από καλαμιές που δεν σώθηκαν), ενώ για να εισέλθουμε στο ισόγειο θα πρέπει να ακολουθήσουμε μια κατηφορική υπαίθρια διαδρομή περιμετρικά του κτιρίου. Το ισόγειο πιθανώς είχε χρήση στάβλου καθώς δεν υπάρχει κανένα δάπεδο, το ύψος είναι χαμηλότερο του ορόφου και φαίνεται να έχει μια άμεση σχέση με το ύπαιθρο. Επιπλέον, στο ισόγειο οι πέτρινες πληρώσεις είναι περιορισμένες καθώς το κτίριο προσαρτάται σε έναν βράχο ο οποίος εισέρχεται σε μεγάλο μέρος στο ισόγειο αντικαθιστώντας τους πέτρινους τοίχους. Το κτίσμα αν και ερειπωμένο βρίσκεται σε καλή κατάσταση έχοντας ακόμη μεγάλο μέρος από το ξύλινο δάπεδο και την ξύλινη στέγη. Τα ανοίγματα φέρουν όλα ξύλινα εξώφυλλα και είναι παρομοιότυπα μεταξύ τους. Τέλος, πιθανών να υπήρχε είσοδος με εξώστη απευθείας από το ισόγειο καθώς ένα άνοιγμα του ορόφου βρέθηκε κλειστό από τούβλα και άχυρα. Σε αυτή την περίπτωση αυτή θα ήταν η κύρια είσοδος στο χώρο της κατοικίας(όπως εντοπίστηκε και σε άλλα κτίσματα του χωριού), ενώ η υφιστάμενη θα ήταν η δευτερεύουσα.