Το είδος της τοιχοποιίας που εμφανίζεται στον οικισμό είναι στην πλειονότητα πέτρινη. Οι πέτρινες τοιχοποιίες αποτελούνται από ξερολιθιά , λάσπη και κονίαμα. Το πάχος των τοίχων κυμαίνεται στα 50-70 εκατοστά στους εξωτερικούς φέροντες τοίχους , αλλά και στους εσωτερικούς διαχωριστικούς . Σε πολλές περιπτώσεις τα πάχη των τοίχων στο υπόγειο ή το ισόγειο είναι μεγαλύτερο απ’ ότι στους ψηλότερους ορόφους ενός κτιρίου. Η ποσότητα της λάσπης ως συνδετικό κονίαμα ποικίλει ανάλογα με την προσοχή που έχει δοθεί στη δεδομένη κατασκευή. Το μέγεθος και η μορφή των λίθων ενός πέτρινου τοίχου ποικίλουν .Σε πιο προσεγμένες κατασκευές, όπως η τοιχοποιία του πύργου το μέγεθος των λίθων είναι μεγαλύτερο και δεν εμφανίζεται μεγάλη ποικιλία. Αξιοσημείωτο αποτελεί το γεγονός ότι στις γωνίες, όπου γίνεται η επαφή δύο πέτρινων τοίχων , αυτές ενισχύονται με μεγάλες συνήθως λαξευμένες πέτρες , οι λεγόμενοι γωνιόλιθοι ή αγκωνάρια προσδίδοντας καλύτερη στήριξη στην κατασκευή για να «δέσουν» την όλη φέρουσα τοιχοποιία. Σε κάποια κτίρια έχουν παρατηρηθεί στην εσωτερική πλευρά του κτιρίου κορμοί δέντρων , αλλά λόγω κονιάματος δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε το μήκους τους , οπότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι χρησιμοποιούνταν ως ξυλοδεσιές ή για την στήριξη εξωτερικού φύλλου ενός παραθύρου ή μια πόρτας ώστε να ανακουφιστεί η τοιχοποιία από τη δύναμη που της ασκείται.Τέλος, εντοπίσαμε ένα μόνο παράδειγμα μπαγδατότοιχου, ως εσωτερικός διαχωριστικός τοίχος. Ο μπαγδατότοιχος , που έχει πάχος περίπου 20-30 εκατοστά αποτελείται από κονίαμα, δύο στρώσεις καλαμιών πέριξ του κονιάματος ,που τελικά επικαλύπτονται με κάποιο είδος επιχρίσματος.
Όσο αφορά στις φθορές και καταστροφές που έχουν υποστεί οι τοιχοποιίες πιθανόν να οφείλονται στην υγρασία και την καθίζηση εδαφών, προκαλώντας κατακόρυφες ρηγματώσεις , όπου αναπτύσσεται μούχλα και φυτά.