Λεωνίδιο (Τμήμα Β -Σίος)

Συμπεράσματα

Το Λεωνίδιο Κυνουρίας, είναι ένας μοναδικός τόπος που χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη τοπογραφία, και μια πολύ προνομιακή γεωγραφική θέση. Βρίσκεται στο κέντρο ενός οροπεδίου κάτω από το όρος Πάρνωνα, και καταλήγει στις ακτές του Μυρτώου πελάγους. Ο μοναδικός αυτός συνδυασμός βουνού με θάλασσα, καθιστούν την περιοχή ιδιαίτερα ελκυστική για τουρισμό κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου. Στο παρελθόν, μάλιστα, αυτά τα γνωρίσματα του τόπου σε συνάρτηση με το εύκρατο κλίμα του είχαν οδηγήσει κατοίκους από πιο ορεινές περιοχές να εγκατασταθούν εκεί, και αργότερα και στην έντονη εμπορική δραστηριοποίηση των Τσακώνων μέσω του λιμανιού. Το τελευταίο, μάλιστα οδήγησε στη σύνοψη σχέσεων με άλλες περιοχές της μεσογείου, που μετέφεραν εμφανείς και έντονες επιρροές τόσο στη μορφολογία των κτιρίων, του οικισμού και του πολιτισμού, όσο και στην μετέπειτα εξέλιξη του.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα του Λεωνιδίου, είναι ο επιβλητικός Κόκκινος Βράχος που ορθώνεται πάνω από τον οικισμό, και είναι υπεύθυνος για την εισροή μεγάλου αριθμού επισκεπτών που επιλέγουν την περιοχή ως ιδανικό προορισμό για αναρρίχηση. Πιο συγκεκριμένα, τα φεστιβάλ αναρρίχησης που έχει φιλοξενήσει τα τελευταία χρόνια ο οικισμός, είναι υπεύθυνα για την ύπαρξη καταστημάτων σχετικών με το άθλημα, καθώς και την δημιουργία ανάγκης εκσυγχρονισμού του τόπου χωρίς την αλλοίωση της πολιτισμικής του ταυτότητας.

Ένα ακόμη σημαντικό χαρακτηριστικό της περιοχής του Λεωνιδίου, είναι το Ρέμα Δαφνών, που κάποτε κυλούσε παράλληλα στον Κόκκινο Βράχο και διέσχιζε τον οικισμό χωρίζοντας τον στα δύο. Οι ποταμίσιες πέτρες που υπήρχαν γύρω από τον ποταμό, σε συνδυασμό με λίθους που λαξεύονταν από τον βράχο, το χώμα και τα ξύλα που εξασφάλιζαν τα δέντρα των δασών γύρω από τον οικισμό, ήταν τα κύρια διαθέσιμα υλικά. Αυτά, αξιοποιήθηκαν για την κατασκευή κτιρίων που υπάρχουν μέχρι και σήμερα, και έχουν καθορίσει την μορφή των κτισμάτων και οικιστικού συνόλου. Σήμερα, το Ρέμα Δαφνών έχει στερέψει, και γεμίζει νερό μόνο με έντονες βροχοπτώσεις τους χειμερινούς μήνες, και λειτουργεί ακόμη σαν ένα φυσικό όριο που χωρίζει τη γειτονιά του Κοίλασου από τη Σίο και τη Στάη.

Η περιοχή μελέτης μας, περιλαμβάνει 4.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, που αξιοποιείται με την παραγωγή της γνωστής Τσακώνικης μελιτζάνας και άλλων οπωροκηπευτικών προϊόντων. Έτσι, είναι προφανές πως η κύρια πηγή εσόδων για τους κατοίκους της περιοχής είναι η γεωργία.

Ενώ κατά την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας, οι Τσάκωνες ήταν απομονωμένοι και διατηρούσαν τα ήθη και τα έθιμα τους, πλέον έχουν ενταχτεί στο κοινωνικό σύνολο που έχει υιοθετήσει τη διαδεδομένη νέα ελληνική γραφή και διάλεκτο. Ωστόσο, υπάρχει ένας αριθμό κατοίκων που θυμούνται ακόμα την χαρακτηριστική Τσακώνικη διάλεκτο, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως σε πιο απομονωμένα χωριά τις Κυνουρίας, μιλούν ακόμη μόνο Τσακώνικα. Στην περιοχή μελέτης μας συγκεκριμένα, που είναι και το πιο εκσυγχρονισμένο τμήμα του δήμου, η Τσακώνικη διάλεκτος δεν ομιλείτε από τους περισσότερους κατοίκους, ενώ υπάρχουν κάποιες επιγραφές γραμμένες στα Τσακώνικα, που τους θυμίζουν από που προήλθαν.

Όσον αφορά στον ιδιαίτερο χαρακτήρα του οικισμού, παρατηρείται μια εσωστρέφεια των παλαιότερων κτισμάτων εξ αιτίας ληστών και πειρατών που υπήρχαν στα τέλη του 17ου αιώνα. Ως απόρροια αυτών, τα κτίσματα διακρίνονται για την εσωστρέφεια τους  χωρίς όμως να θυσιάζουν την άμεση σχέση τους με το ευρύτερο φυσικό περιβάλλον. Το εύκρατο κλίμα που χαρακτηρίζει την περιοχή σε όλη την διάρκεια του χρόνου, επιτρέπει στους κατοίκους να χρησιμοποιούν διαρκώς τις μεγάλες εξωτερικές αυλές και τους ημιυπαίθριος χώρους αναπτύσσοντας σε αυτούς πλήθος δραστηριοτήτων επιτρέποντας την έντονη αλληλεπίδραση των κατοίκων μεταξύ τους. Σε αυτά τα πλαίσια ενισχύεται το κλίμα συνοχής μεταξύ των κατοίκων και αναπτύσσεται κλίμα φιλοξενίας. Ένα ακόμη σημαντικό χαρακτηριστικό του οικισμού, συνιστά  η αλληλεπίδραση των κτιρίων μεταξύ τους τα οποία συνθέτουν ένα πυκνό αστικό ιστό, γεγονός που γίνεται εμφανές ακόμα και μέσω της παρατήρησης  των μετώπων των δρόμων.

Επιπλέον, παρατηρείται ομοιογένεια μεταξύ των κτισμάτων ως προς τον τρόπο κατασκευής  και τα υλικά, καθώς και τον τρόπο αξιοποίησης και εκμετάλλευσης της περιοχής γύρω από αυτά, δηλαδή χρήση αυλών, και ανάπτυξη μαντρότοιχων. Συσχέτιση υπάρχει επίσης στις χρήσεις των ορόφων ανά κτίριο, και στους τρόπους αντιμετώπισης λειτουργικών προβλημάτων που προέκυπταν από τις  εκάστοτε συνθήκες  της ευρύτερης περιοχής. Ομοιότητα επίσης παρουσιάζεται στα κτίσματα που ανήκουν  σε ανθρώπους της ίδιας κοινωνικής τάξης.

Όσον αφορά την περιοχή μας, οι επιμέρους οικίστηκες ενότητες που την αποτελούν εμφανίζουν διαφοροποιήσεις ως προς την χρονολογία κατασκευής τους  και τη  μορφολογία τους. Έτσι, τα πιο καινούρια κτίσματα τοποθετούνται βορειοανατολικά του οικισμού και ενώ πλησιάζουμε προς τα κέντρο του πυρήνα του  συναντάμε τα περισσότερα αρχοντικά και πυργόσπιτα που βρίσκονται κοντά  στην  βασική εμπορική αρτηρία τα Λεωνιδίου.

Εν κατακλείδι, το Λεωνίδιο είναι ένας οικισμός ιδιαίτερος, με αρκετό ενδιαφέρον και πολλή ομορφιά. Αυτό οφείλεται τόσο στη γεωγραφική του θέση, όσο και στο φιλόξενο περιβάλλον και την ιστορία του. Το γεγονός, όμως, πως η ιστορία αυτή κάνει έντονη τη δυναμική της μέσα από τα κτήρια και τους γραφικούς δρόμους, δεν μπορεί παρά να μας βοηθήσει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως οι αλλοιώσεις που έχει υποστεί το Λεωνίδιο είναι μεν υπαρκτές, ο παραδοσιακός χαρακτήρας, όμως, δεν έχει χαθεί.