Το κτίριο 3 βρίσκεται στο κομμάτι του οικισμού, όπου η δόμηση αρχίζει να αραιώνει και η θέα προς τον κάμπο είναι ανεμπόδιστη. Έχει απομείνει μόνο το κέλυφος του κτιρίου το οποίο χρονολογείται γύρω στο 1916. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν στηρίζονται στις όψεις και στα ίχνη των δομικών στοιχείων πάνω σε αυτές.
Η κάτοψη του κτίσματος είναι ορθογώνια, όπως στα περισσότερα κτίρια του οικισμού. Υπάρχει αυλή πάνω στο δρομάκι από όπου γίνεται η είσοδος στο οικόπεδο. Η είσοδος στο κτίριο γίνεται από την διαμήκη πλευρά του κτίσματος και δεξιά και αριστερά υπάρχουν παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο, βάζοντας νοτιανατολικό φως στη κατοικία. Τα δοκάρια των πατωμάτων που πλέον δεν υπάρχουν, έχουν αφήσει «αποτύπωμα» στους εξωτερικούς πέτρινους τοίχους και ξέρουμε ότι είχε δύο ορόφους, σχετικά μεγάλου ύψους. Ταυτόχρονα, υπάρχουν κάποιες ξυλοδεσιές για ενίσχυση της στήριξης του κτίσματος στο πιο χαμηλό κομμάτι. Υπάρχουν ψηλά παράθυρα, ίσα με το πρέκι της πόρτας, στις όψεις και τοποθετούνται συμμετρικά από την είσοδο – θύρα.
Η στέγη στηρίζεται με δοκούς που λειτουργούν σαν ζευκτό και γεφυρώνουν το άνοιγμα μεταξύ των εξωτερικών τοίχων. Τα κεραμίδια της στέγης είναι ρωμαϊκού τύπου όπως και στα παλαιότερα σπίτια στον οικισμό. Η πέτρα είναι το κύριο υλικό κατασκευής του κτιρίου. Στην όψη η λιθοδομή είναι στις γωνίες περισσότερο αυστηρή και στο ενδιάμεσο μικρότερες και πιο ακανόνιστες. Παράλληλα, πάνω από το πρέκι τον παραθύρων δημιουργείται μια καμάρα με πέτρες διαφορετικές από την υπόλοιπη λιθοδομή για να κατανείμονται καλύτερα τα φορτία.