Μετά από παρατήρηση των παραδοσιακών και ιστορικών κτισμάτων, μπορούμε να αναγνωρίσουμε κάποια κοινά γνωρίσματα που εμφανίζουν. Συγκεκριμένα, αυτά είναι τα εξής:
1. Η είσοδος στο σπίτι δε γίνεται με μικρό ξεχωριστό χώρο, αλλά απευθείας από την κύρια εξώπορτα στη σάλα, η οποία είναι κυρίως για τους επισκέπτες. Οι ένοικοι μπαινοβγαίνουν συνήθως από την πόρτα του μαγειριού.
2. Δεν υπάρχει, επίσης, ιδιαίτερο κυκλοφοριακό σύστημα που να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους. Καθένας τους επικοινωνεί με τους γειτονικούς του με απευθείας πόρτες, μονόφυλλες ή δίφυλλες.
3. Για την κατακόρυφη κίνηση στα διώροφα κτίρια υπάρχουν δύο σκάλες, μια εξωτερική, η πιο άνετη και φροντισμένη, και μια εσωτερική, μικρή και «απαρατήρητη». Η δεύτερη είναι βοηθητική και συνδέει το ανώι με το κατώι με έναν πολύ απλό τρόπο.
4. Στα διώροφα σπίτια, το ανώγειο χρησιμεύει για κατοικία, ενώ το κατώι είναι για τα σοδειαστικά.
5. Τα ελεύθερα ύψη των εσωτερικών χώρων είναι της τάξης 2,20-3,00μ γα το κατώι και 3,00-3,20μ (στη σάλα -4,00μ) για το ανώι.
6. Αντίθετα με την άνετη σάλα και το μαγειριό, που έχουν πάντα μεγάλες διαστάσεις, τα υπνοδωμάτια είναι μικρά, ιδίως των παιδιών. Συχνά αυτά είναι απλοί, ξέχωροι και χωρίς αερισμό, οι λεγόμενοι «κρεβατότοποι», σε προέκταση άλλου δωματίου ή σε μικρό ξύλινο πατάρι.
7. Λουτρά δεν υπάρχουν στις κατοικίες, καθώς η ανάγκη αυτή ικανοποιείται σε κάποιο βοηθητικό χώρο στο κατώι, ενώ τα αποχωρητήρια είναι αυτά του «ξηρού» τύπου, άλλοτε ενσωματωμένα κάπου μέσα στο σπίτι και πιο συχνά βαλμένα στα βοηθητικά κτίσματα της κατοικίας.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων κτιρίων αποτελούν το ξενοδοχείο «Πηγή Σάριζα» που βρίσκεται στα σύνορα Τρικόλι-Κατασυρτής, ο πύργος του «κροκόδειλου» στο Τρικόλι, το εργοστάσιο της «Σάριζας» στον αυτοκινητόδρομο στην περιοχή της Κατασυρτής, το πρώην παρθεναγωγείο, που πλέον χρησιμοποιείται ως πολιτιστικό κέντρο, κάτω από την εκκλησία της Παναγίας της Κατασυρτής, καθώς και η ίδια η εκκλησία, όπως και πολλά αρχοντόσπιτα της περιοχής.
Ειδικά για τις πηγές, ή βρύσες όπως τις λένε οι νησιώτες, μπορούμε να πούμε ότι διακρίνουμε δύο κατηγορίες. Τις απλές, σε απόμακρα σημεία, δίχως στέγη, και τις άλλες μέσα στα χωριά, με κάποιο στέγαστρο και φροντισμένη εμφάνιση. Το νερό τρέχει από το «μπουσουνάρι», μαρμάρινο οριζόντιο στόμιο, με χαρακτηριστική γούρνα, που θυμίζει ανοιχτή χούφτα ανθρώπινου χεριού, για να πίνει ο διαβάτης. Είναι βαλμένο σε άμεση προέκταση της υπόγειας φλέβας, που η απόληξη της φαίνεται κάποτε μέσα στη γη, χτισμένη με ξερολιθιά. Στις πηγές, όμως, με σκέπαστρο, κρύβεται με πλάκα από μάρμαρο ή σχιστόλιθο, με κάποια επιγραφή ή ένα εγχάρακτο κόσμημα. Από αρχιτεκτονική σκοπιά, είναι αξιοπρόσεκτη η μικρή, απλή λίγο πολύ όμως «μνημειακή» της σύνθεση, που θυμίζει μικρούς αρχαίους ναους.