Τα κουφώματα της Καππαριάς είναι ξύλινα, έχουν μακρόστενες διαστάσεις και διαμορφώνονται εσωτερικά με τζαμιλίκι και εξωτερικά με παντζούρια. Οι ποδιές είναι από σχιστόλιθο, ενώ τα πρέκια από κορμούς αγριελιάς. Ως προς την κατασκευή τους, τα κουφώματα βρίσκονται σε υποχώρηση από την εξωτερική παρειά του τοίχου και τοποθετούνται σε εσοχή, ώστε να προστατεύεται το ξύλινο κάσωμα από τις εξωτερικές συνθήκες. Οι τοίχοι εσωτερικά του κουφώματος μπορεί να είναι είτε κάθετοι στην εξωτερική επιφάνεια, είτε να βρίσκονται υπό κλίση φαρδαίνοντας προς το εσωτερικό. Η ποδιά του παραθύρου εξωτερικά κατασκευάζεται από έναν ενιαίο σχιστόλιθο. Το πρέκι διαμορφώνεται από έναν κορμό μεγάλης διαμέτρου στην εξωτερική παρειά του κτηρίου και συμπληρώνεται σε κάποιες περιπτώσεις από άλλους μικρότερους σε μέγεθος, προκειμένου να γεφυρωθεί το άνοιγμα. Πάνω από αυτούς τοποθετούνται σχιστολιθικές πλάκες. Σε ορισμένα ανοίγματα πάνω από τη σχιστολιθική πλάκα, διαμορφώνονται ανακουφιστικά τόξα ή τρίγωνα για την καλύτερη κατανομή των φορτίων. Οι κορμοί αυτοί μπορεί να τοποθετηθούν σε κάθε άνοιγμα ξεχωριστά, είτε ένας ενιαίος κορμός να διατρέχει όλα τα ανοίγματα μιας όψης του κτηρίου. Στο ξύλινο πρέκι, για την καλύτερη πρόσφυση του επιχρίσματος, καρφώνονται μπαχδατόπηχες (λεπτές ξύλινες σανίδες). Η εσωτερική παρειά του υπέρθυρου μπορεί να κατασκευάζεται ευθύγραμμη, ή κεκλιμένη. Πάνω από κάθε άνοιγμα προεξέχει μια πλάκα από σχιστόλιθο, το φτέρωμα ή φρύδι, που προστατεύει το ξύλινο κούφωμα από τα νερά της βροχής και δημιουργεί ένα είδος στεγάστρου. Σε κάποιες περιπτώσεις, για επιπλέον προστασία από το νερό, περιμετρικά το άνοιγμα επιχρίεται. Το πλαίσιο αυτό που δημιουργείται σε εξοχή από τον τοίχο είναι τα λεγόμενα μάγουλα.