Μονεμβασιά (Τμήμα Γ)

Ιστορικά Στοιχεία

Ιστορική γραμμήΗ Μονεμβασιά σε γκραβούρα του 1688V.Lanza:Ξυλογραφία του 1865

Η πρώτη κατοίκηση της ευρύτερης περιοχής της Μονεμβασιάς παρατηρείται περίπου το 6.000 π.Χ. Λίγο βορειότερα από τη Μονεμβασιά βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η επαρχία Επίδαυρος Λιμηρά. Όπως είναι γνωστό από τις  περιγραφές του Παυσανία, απέναντι από την πόλη βρισκόταν ακρωτήριο το οποίο αναφέρει ως «άκρα Μινώα», η οποία έχει ταυτοποιηθεί ως η Μονεμβασιά. Η Μινώα Άκρα συνδέεται με το λαμπρό Μινωικό πολιτισμό, ιδιαίτερα κατά το 1700-1600 π.Χ. Ακόμα, υπάρχει εμπορική σύνδεση της περιοχής και με τον μυκηναϊκό κόσμο καθώς η Μινώα Άκρα αποτελούσε εμπορικό σταυροδρόμι Ανατολής-Δύσης.

Μετά από ισχυρό σεισμό το 375 μ.Χ, πολλά κομμάτια γης βυθίστηκαν και έτσι η Μινώα Άκρα από ακρωτήρι έγινε νησί. Η κτίση της πάνω πόλης έγινε από τους Λάκωνες το 589 μ.Χ., στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν από τους Αβάρους. Αυτοί ονόμασαν και αυτόν τον δύσβατο-παραθαλάσσιο-οχυρωμένο τόπο, Μονεμβασία. Τον 7ο και 8ο αιώνα κατασκευάστηκε η γέφυρα που ένωνε το νησί με τη στεριά και τελειοποιήθηκε η οχύρωση της πόλης. Το 878 μ.Χ, η Μονεμβασιά  χρησιμοποιείται σαν ναυτική  βάση εναντίον των Αράβων και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Πελοποννήσου. Τον 10ο αιώνα αναπτύσσεται η Κάτω πόλη νοτιοανατολικά του νησιού για εμπορικούς και ναυτικούς λόγους, η οποία οχυρώθηκε το 961 μ.Χ.

Κατά τη Φραγκοκρατία, η Μονεμβασιά κατακτήθηκε, μετά από τρία χρόνια πολιορκίας, από τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο το 1248. Η ανάκτηση της πόλης και η εκδίωξη των Φράγκων έγινε από τον αυτοκράτορα Παλαιολόγο Η’ το 1262. 

Κατά τη βυζαντινή περίοδο (1262-1419), πρώτος διοικητής της Μονεμβασιάς ήταν ο στρατηγός του Βυζαντίου Μιχαήλ Καντακουζηνός. Το 1292 η πόλη λεηλατήθηκε από πειρατική επιδρομή από τον Ρογήρο Λούρια. Στη Μονεμβασιά ήταν μεγάλη η οικονομική, κοινωνική και πνευματική άνθηση επί αυτοκρατορίας των Ανδρονίκων Κομνηνών Παλαιολόγων.

Ο 13ος-14ος αιώνας θεωρείται ως ο χρυσός αιώνας της Μονεμβασιάς. Εκείνη την εποχή υπήρχαν στην περιοχή 8.000 κατοικίες και 40 εκκλησίες. Ο πλούτος αυξήθηκε σημαντικά από την εξαγωγή του κρασιού Μαλβάζια που διήρκησε για 300 χρόνια, η οποία όμως σταμάτησε το 1545 με απαγόρευση των Τούρκων. Ακόμα, λόγω της στρατηγικής θέσης της Μονεμβασιάς, την ναυτική ικανότητα των κατοίκων και των αυτοκρατορικών προνομίων, άνθισε η εμποροναυτική τάξη, η οποία κατοικούσε στην κάτω πόλη σε κτίσματα αρχοντικά, με μεγάλες αποθήκες, και κλειστές γαλαρίες με ημικυλινδρικές καμάρες για ασφάλεια. Εκείνο τον αιώνα η Μονεμβασιά αποτελούσε πνευματικό κέντρο με βιβλιοθήκη και σημαντικούς  διδασκάλους και λογίους. Αυτός ο χρυσός αιώνας για την Μονεμβασιά «λήγει» το 1395 με την εισβολή του Ομάρ-Μπέη.

 Το 1419 η Μονεμβασιά περνά στην κατοχή των Βενετών για 12 χρόνια, για την προστασία των κατοίκων από τους πειρατές, επιστρέφει όμως στο Βυζάντιο το 1431. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης καταφεύγει στην Μονεμβασιά η οικογένεια του αυτοκράτορα και γίνεται μία άκαρπη προσπάθεια κατάκτησης του κάστρου από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή.

 Το 1460 η πόλη παραχωρείται ξανά στους Ενετούς από τον Θωμά Παλαιολόγο.Το 1494 γίνεται προσπάθεια αφελληνισμού της Μονεμβασιάς από τη Δύση μετά την επανάσταση των κατοίκων με την βοήθεια των Παλαιολόγων.Η πρώτη τουρκική πολιορκία διήρκησε από το 1537 μέχρι το 1539, η οποία έληξε με τη Βενετοτουρκική συνθήκη του 1540, η οποία απέδωσε την Μονεμβασιά στους Τούρκους. Μετά από αυτή τη συνθήκη περνάμε στη πρώτη τουρκοκρατία της Μονεμβασιάς (1540-1690). Εκείνη την περίοδο συνεχίζεται η ανάπτυξη  του εμπορίου και της ναυτιλίας, ενώ παρατηρείται άνθιση των βυζαντινών γραμμάτων και τεχνών.

Οι Ενετοί  προχωρούν σε πολυετή πολιορκία και πολλούς κύκλους επιθέσεων στην Μονεμβασιά από το 1654 και τελικά τους παραδίδεται η πόλη το 1690. Από το 1690 έως το 1715 βρισκόμαστε στην τρίτη και τελευταία ενετοκρατία της Μονεμβασιάς. Εκείνη την περίοδο κατασκευάστηκαν δεξαμενές στην Άνω Πόλη για μακροχρόνιες πολιορκίες, καθώς και το λιμάνι στην θέση που υπάρχει και σήμερα. Η τρίτη Ενετοκρατία έληξε με την πολιορκία και τελικά την παράδοση της Μονεμβασιάς στους Τούρκους το 1715. Μετά το 1715, είναι η περίοδος της δεύτερης τουρκοκρατίας της Μονεμβασιάς, κατά την οποία ο τόπος αρχίζει να χάνει την αίγλη του. Οι Τούρκοι εγκαθίστανται πια στην Άνω Πόλη και μετατρέπουν πολλές εκκλησίες σε τζαμιά.

Με την έναρξη της ελληνικής επανάστασης του 1821, οι Τούρκοι καταφεύγουν στο κάστρο της Μονεμβασιάς. Οι Έλληνες πολιορκούν και τελικά κατακτούν το κάστρο στις 21 Ιουλίου 1821, καθιστώντας έτσι την Μονεμβασιά ως την πρώτη οχυρωμένη πόλη που απελευθερώνεται.

Κατά τους μετεπαναστατικούς χρόνους, και συγκεκριμένα το 1828, η Μονεμβασιά είχε 659 κατοίκους, ενώ τα περισσότερα σπίτια ήταν κατεστραμμένα. Ο τόπος συνέχισε να βρίσκεται σε δεινή κατάσταση για πολλά ακόμη χρόνια, αλλά παρέμεινε το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής και κατά τη διοικητική αναδιάταξη του 1833, η Μονεμβασιά εξακολούθησε να είναι έδρα της επαρχίας. Ωστόσο, ο εμφύλιος σπαραγμός ανάμεσα σε αντιμαχόμενες παρατάξεις για τον έλεγχο του κάστρου οδήγησε στην ερήμωση και την παρακμή της πόλης, με τον πληθυσμό της να μειώνεται συνεχώς μέχρι τη δεκαετία του 1970. Η πορεία του πληθυσμού της κοινότητας σύμφωνα με τις απογραφές είναι η εξής: 1920: 483 κάτοικοι, 1928: 638 κάτοικοι, 1940: 638 κάτοικοι, 1951: 522 κάτοικοι, 1961: 487 κάτοικοι, 1971: 445 κάτοικοι.

Από τις αρχές του 20ου αιώνα, πολλοί κάτοικοι της Μονεμβασιάς είτε μετανάστευσαν στην Αθήνα, είτε μετοίκησαν στη Γέφυρα, απέναντι από τη Μονεμβασιά. Όμως, από τη δεκαετία του 1970 η Μονεμβασιά άρχισε να ακμάζει ξανά, αυτή τη φορά ως τουριστικός προορισμός. Παράλληλα με την Μονεμβασιά αναπτύχθηκε και η γέφυρα, όπου στην απογραφή του 2011 αριθμούσε 1.299 κατοίκους. Οι κάτοικοι της Μονεμβασιάς πούλησαν τα σπίτια τους σε ανθρώπους που επισκέπτονταν την Μονεμβασιά, και αυτοί τα αναστήλωσαν. Στις αναστηλώσεις κύριο λόγο έπαιξαν ο Αλέξανδρος και η Χάρις Καλλιγά. Από το 1966, όταν ο Αλέξανδρος και η Χάρις Καλλιγά ανέλαβαν την πρώτη τους εργασία, αφιέρωσαν το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής τους δραστηριότητας στη Μονεμβασιά. Οι αναστηλωτικές αυτές προσπάθειες έχουν γίνει εξ ολοκλήρου από ιδιώτες, υπό τον αυστηρό Έλεγχο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.